Στις προσόψεις των υπόγειων διαβάσεων σταματώ με οδυνηρά οξυμένη την
όραση, χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς καθορισμένη πορεία. Χωρίς υποψία
ονείρου. Αγνοώ την πολεοδομία του Νότου, το σχέδιο της πόλεως, τις
προεκτάσεις οδών μονής κατευθύνσεως, τις εκπλήξεις των αφυλάκτων
διαβάσεων. Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Ακολουθώ παρόδους διπλής κατευθύνσεως, στις συγκεκριμένες διαστάσεις ξηραμένης ρίζας φυτού ενδεδυμένη το ένδυμα του φόβου.
Η ασαφής γνώσις των σχηματικών μου ορίων, η άγνοια της ιδίας βουλήσεως
αποκλείουν το σχήμα αντιτιθεμένων μορφών στο χώρο του οποίου αγνοώ τις
διαστάσεις.
Συγκεκριμένα λοιπόν μεμονωμένα στοιχεία• οι δεσμίδες φωτός• η φορά
του διαδρόμου• η έλλειψη ονείρου ή μνήμης• τα καινούργια κομψά
υποδήματα. Οι υπόγειες διαβάσεις.
Οι αλλαγές ενδυμάτων και υποδημάτων πορείας αναγνωρίζονται εύκολα από τους περιοικούντας τις Νότιες συνοικίες της πόλεως.
Μεταθέτω συνεχώς την εστία κινδύνου. Με αβέβαιες κινήσεις και το
συγκεκριμένο ένδυμα φόβου. Υπακούω στα σήματα αφυλάκτων διαβάσεων στον
ρυθμό ακινδύνων οδών διπλής κατευθύνσεως, με ασαφή σήματα εκκινήσεως και
ελευθέρως μετατιθέμενα τέρματα.
Στον ασαφή προσανατολισμό των υπογείων διαβάσεων.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου εκτεθειμένη στις ριπές του Νοτίου
ανέμου που διευκολύνουν τους βηματισμούς και την μνήμη ονείρου.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς σχέδιο
πορείας, παρακολουθώντας τα σχήματα φωτεινών διαφημίσεων, αριθμώντας
ακριβώς τις εγκοπές των πλακοστρώτων προσβάσεων που πλαισιώνουν τους
δρόμους διπλής κατευθύνσεως στην πληκτική μοναχική μου πορεία.
Στην αριθμητική ενημέρωση και καταγραφή των λαμπτήρων απολαυστικά επιμένω.
Παρακολουθώ τα σχήματα προσφάτως αναρτηθείσης φωτεινής διαφημίσεως
στην πρόσοψη ισογείου χώρου παραπλεύρως κειμένης αιθούσης – υπογείας
αιθούσης – κινηματογράφου ανακαλύπτω.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Επιγραφή αναρτημένη στα δεξιά της φωτισμένης προσόψεως βεβαιώνει και υποδεικνύει την τοπογραφία του άγνωστου χώρου.
Χωρίς ουσιαστικές εναντιώσεις στις βολικές διαστάσεις ξηραμένης ρίζας
φυτού, χωρίς γνώση προσφάτου ή αχανούς παρελθόντος στα κεχαραγμένα όρια
του Νότου. Πλανώμαι.
Μετακινούμαι αποκλειστικά κατά την φορά του διαδρόμου των επικλινών επιπέδων, με αυξημένη ευαισθησία στα κάτω μου άκρα.
Υπακούω στην επιγραφή της προσόψεως υπογείας αιθούσης κεντρικού
κινηματογράφου στην ένταση των δεσμίδων φωτός αγνώστου προς το παρόν
προελεύσεως, με αιφνιδίως οξυμένη την όραση και ευαισθησία κινδύνου.
Λαμβάνω συνείδησιν των υπογείων διαβάσεων.
Απομονώνω σε αρραγές περιχαρακωμένο περίβλημα την οποιαδήποτε υπόνοια ονείρου ή μνήμης.
Αλλάζω ταχύτατα το ένδυμα του φόβου.
Αποκτώ καινούργια κομψά υποδήματα.
Βραδύνω την μετακίνηση στο επικλινές του διαδρόμου με συνεχώς
αυξανόμενη την υγρασία στα κάτω μου άκρα, και πλήθος ερωτηματικών
αφορώντων αποκλειστικώς τον εξαερισμό της αιθούσης την εξεύρεσιν θέσεως
την ένταση των δεσμίδων φωτός που ακολουθώ από ώρα.
Υπακούω σχολαστικά στην επιγραφή της προσόψεως, στις υποδείξεις των ασαφών φωτεινών προεκτάσεων, στο επικλινές του διαδρόμου.
Η θερμοκρασία του χώρου γενικώς ανεκτή, εύκρατη ίσως, ελαφρώς
υγραμένη, διευκολύνει την αναπνοή των ασθματικών, αλλεργικών
περιπτώσεων, προβλήματα του αμέσου παρόντος. Ουδέποτε μνήμη κινδύνου
ανέκοψε τη δική μου πορεία στο επικλινές του διαδρόμου ή των στιλπνών
λεωφόρων.
Την υγρασία αρκούντως δεν την υπελόγισα.
Τα βρεγμένα μου πόδια, τα λασπωμένα παπούτσια, τον τετραγωνισμένο
άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου, υψηλοτάτου κτιρίου φαιού στον άκρον
της πόλεως. Στις διαστάσεις λεωφόρων αγνώστων.
Πόλεως αγνώστου.
Συγκεκριμένου κτιρίου φαιού.
Βρέχει. Εκτίθεμαι στις βρώμικες μαρμάρινες σκάλες, προφυλάσσω το κορίτσι που διασχίζει διαγωνίως τον χώρο.
Έχασε ένα τρύπιο λασπωμένο παπούτσι. Η αργοπορία μας θα έχει προφανώς
επιπτώσεις. Όμως μπορώ με προσπάθεια να ανοίξω την θύρα αιθούσης.
Αιθούσης μαθήσεως. Υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Βρώμικων βρεμμένων μαλλιών και υγρών παιδικών εσωρούχων.
Η αίσθηση έντονου κόκκινου πιθανώς εσάρπας• αδρύ μάλλινο κόκκινο
σχεδόν μια λουρίδα, εντείνει το κίτρινο χρώμα λαιμού μικρού κοριτσιού
που σφίγγεται, τρέμει κοντά μου στον πάγκο που είναι για δύο.
Την υγρασία των γυμνών μας ποδιών την γεύση του ξύλου.
Την αφυδατωμένη σάρκα μικρού κοριτσιού στην θέση κοντά μου, στον πάγκο για δύο. Τα αβέβαια πρωινά του χειμώνα.
Στις διαστάσεις αγνώστων οδών ανώνυμης πόλεως.
Τη μυρουδιά του βρεμένου μαλλιού της εσάρπας. Την επιδερμίδα του
αδύνατου μαύρου χεριού με τα βρώμικα νύχια. Τα ανεκάλυψα στην πρώτη
πάροδο δεξιά του υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Εκεί που περίμενα στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Τα πρωινά του χειμώνα και άγνωστες αιθρίες Μαΐου.
Περίμενα. Την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Το άρυθμο βήμα.
Την σκληρή επαφή του μαύρου ρικνωμένου χεριού της.
Οικεία η θέση δεξιά μου στο πάγκο που είναι για δύο και η άκρη του πέτρινου ρείθρου.
Έχασα τον προσανατολισμό του διαδρόμου, την ακριβή κλίση των
επικλινών επιπέδων, την κατεύθυνση των δεσμίδων φωτός, την επαφή των
χεριών μας. Αλλοίωσα τη γεύση του χρόνου.
Βρήκα τις ακριβείς διαστάσεις αιθούσης μαθήσεως υψηλοτάτου κτιρίου
φαιού. Την θέση των ψηλών παραθύρων. Την σιδερένια θερμάστρα που
θερμαίνει μακριά μου. Το όνομα παιδιού που δεν το θυμάμαι και δύσκολα
μπορώ να ψελλίσω.
Ξαναβρήκα τη γεύση του ξύλου. Ή μήπως δεν ήταν; Χωρίστηκα απ’ τον εαυτό μου;
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ, μα ποτέ τον θυμό μου. Αυτού έχω πλήρη εικόνα και γεύση.
Γεύση θυμού και βροχής.
Πρωινά του χειμώνα που περίμενα στην άκρη του πέτρινου ρείθρου την
κόκκινη εσάρπα λαιμού, την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Στον
άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου φαιού.
Απαιτώ την επαφή του χεριού της.
Την μυρουδιά των βρεμμένων μαλλιών.
Απουσία δεξιά μου.
Αρχή και γεύση του μοναχικού παιχνιδιού μου.
Ο χρόνος που δεν υπακούει στην μνήμη λαμβάνει διαστάσεις ημέρας.
Ένας μακρύς παγωμένος χειμώνας στον πάγκο που δεν είναι για δύο.
Χωρίς την κόκκινη εσάρπα λαιμού. Χωρίς την επαφή του χεριού της.
Έχασα τις διαστάσεις του χώρου και την μυρουδιά των πουλιών.
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ τον θυμό μου.
Έψαξα την βρεμμένη εσάρπα λαιμού στη βρώμικη μαρμάρινη σκάλα, στους οριζόντιους διαδρόμους εκπαιδευτήριου φαιού.
Στον άδενδρο χώρο αυλής, στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου υψηλοτάτου κτιρίου, στις διαστάσεις των αδυνάτων μαύρων πουλιών.
Στους πάγκους που δεν είναι για δύο.
Στον πάγκο που δεν είναι πια για κανέναν.
Έψαξα το αδύνατο μαύρο πουλί. Τη μυρουδιά του λαιμού και τη χαλασμένη γραμμή των δοντιών της.
Βρήκα τη γεύση του χαμένου ερωτικού παιγνιδιού.
Και πλήρη απουσία εντός μου.
Από την βομβαρδισμένη μου μνήμη απαιτώ την αλήθεια.
Την συγκεκριμένη στιγμή. Την πόση συγκίνηση.
Την πόση ερωτική επαφή των χεριών μας.
Απαιτώ την δική της εικόνα. Το γέλιο των βρώμικων χαλασμένων δοντιών.
Την γεύση κρύου βροχής και χειμώνα.
Τα μεσημέρια των μοναχικών παιγνιδιών. Στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Στον πάγκο αυλής κτιρίου φαιού.
Στον πάγκο του ερωτικού παιγνιδιού μου.
Στο επικλινές του διαδρόμου φέρω τη λευκή γαλακτώδη μορφή μου• κατά
την αντίθετη φορά των δεσμίδων φωτός. Προς Βορράν των επικλινών
επιπέδων.
Κορίτσι δάνεισε μου ένα πρόσωπο.
Ενδεδυμένη νέο ένδυμα φόβου αναγνωρίζω τη διακοσμημένη μορφή μου.
Εμμέσω.
Στα νοτιοδυτικά του κτιρίου στο ασαφές της διαβάσεως υπογείας αιθούσης, στις αλλαγές υποδημάτων πορείας. Εμμέσω.
Στο ευτελές του σχεδίου της μνήμης. Εμμέσω.
Εμμέσω στην μνήμη των πλαγίων του ονείρου.
Συνείδηση σημαδεμένη απ’ τη μοναξιά και το γέλιο χαλασμένων δοντιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου