Κι όμως το 'νιωσα αμέσως, το κατάλαβα
ξανά πως καλεσμένος ήμουν του έρωτα,
αφότου μια τυχαία λάγνα σου ματιά
στάθηκε λίγο εντός μου, με κυρίεψε
στέλνοντάς μου το νεύμα, μια υπόσχεση.
Ξέρει η καρδιά από τέτοια, δε γελάστηκε
ποτέ σε συναντήσεις τόσο κρίσιμες.
Βάζω φτερά στα πόδια για το σπίτι μου,
παίρνω και το λουτρό μου, αρωματίζομαι,
φρεσκοπλυμένα βάζω ρούχα καθαρά,
πανέτοιμο το σώμα να 'ναι και ζεστό,
χαρά να σου προσφέρω, πόθο κι ηδονή.
Πού κατοικείς δεν ξέρω, όμως θα σε βρω∙
η ευωδιά που αφήκες όλα πότισε,
δρόμους, πάρκα και σπίτια και τον ουρανό.
Μες στα λουλούδια σ' ήβρα που περπάταγες
κι ευώδιαζε η ανάσα σου στα πέρατα.
Κι ως έφτασα κοντά σου τ' αβρό γέλιο σου
άνθισε στη θωριά σου ρόδο κόκκινο.
Το χέρι μου απλώνω τρεμουλιάζοντας,
πειθήνια συντονίζεσαι στο βήμα μου
ως του σπιτιού την πόρτα που από μόνη της
διάπλατα ανοίγει και σε δέχεται.
Στο πλάι καρτερεί ο ορθός ο έρωτας
που οδηγεί τους δυο μας ως την κάμαρα,
πλημμυρισμένη ρόδα και αρώματα.
Τρέμοντας σε ξεντύνω στο σκιόφωτο,
στην κλίνη ανθούν τα μέλη, λάμπει η σάρκα σου,
σέλας με φως αιώνιο και ανέσπερο.
Και πια δεν έχω έγνοια για παράδεισο,
αφού μαζί σου είμαι σε γλυκιά άβυσσο.
Από τη συλλογή Και στρεβλές ρίμες (2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου