Στη γκρίζα ράχη του ξερακιανού βουνού
στέκεις αγέρωχο, τ` άπειρο αγναντεύεις,
μετρώντας χρόνους τους αιώνες τιθασεύεις
το Φως προσμένοντας άχραντου οιωνού.
Λύκος – γκριζόλυκος , φίλος σου κι αδελφός
αγύρτης νόθος, της ζωής κατατρεγμένος,
από θεούς κι από δαιμόνους ξεχασμένος
το τρόπο ψάχνει να εξαγνισθεί μα πως ...
Ήρθα στον ίσκιο σου, σεμνός προσκυνητής
του αγγίγματός σου την δροσιά να παραλάβω,
προτού την θεία χαρμονή σου μεταλάβω ...
στις άγιες ρίζες σου κατάθεση ψυχής.
Ω ... κυπαρίσσι γέρικο ... Μέγα Εσύ !!!
που το κορμί σου πόθησαν οι ταρσανάδες,
οι ναυπηγοί, των καραβιών οι χαλκευτάδες
το βιός σου όρισαν της μοίρας οι πεσσοί.
Βαφτίζεσαι όπου οι κύνες αλυχτούν
σε κάποια ιερή πηγή ... αχερουσία,
μυροβολάς ... διασκορπίζεις πανδαισία
ενώ καλόγεροι τα κύμβαλα χτυπούν.
Κι όταν Ήλιος την ανάσα σου ρουφά
καθώς με κότινο χρυσό σε στεφανώνει,
το πύρινο άρμα που τον ουρανό οργώνει
με δέος και σεβασμό σε χαιρετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου