Προβάλλει κρυφή υποψία η νυφίτσα απ' το λαγούμι της
κι η ουρά τού σκίουρου διαγράφει μες στα φυλλώματα
το είδωλο του καιρού.
Ένας λαγός σκιρτώντας στον ανήφορο εισχωρεί στο σύνορο του γλαυκού
και το λαγωνικό να κρεμάει μάταια γλώσσα νικητήριας σημαίας.
Αίγες ντυμένες στο μαύρο σαλεύουν τις κάπες τους
σείοντας τις φουντωτές κορφές των θάμνων στην πλαγιά,
όπου σκάζουν ένα ένα τα μυρωδικά τους τα λουλούδια
και βομβούν γύρω σε μικρούς παραδείσους τα εφήμερα.
Κι ανάμεσα σε μυριστικά μονοπάτια ρέουν σταγόνες διάφανης χαράς.
Πάμφωτη η ρώγα σφύζει από θεϊκό χυμό
με στάλες δροσιάς στο κίτρινο ράμφος τού κότσυφα
κι ο αμπελουργός άδει το τερπνό του άσμα
στις παρυφές των πιτσιλωτών αβγών τής διαιώνισής του.
Μέσα μας τρεμουλιάζουν χωρίς ίχνος αέρα
τα φύλλα τής λεύκας
μια αχνοπράσινα, μια γλαυκά λευκάζοντας τον ύπνο μας.
Διαφωνώ ριζικά με το σκίουρο της Μοίρας. Πάντα
μέσ' απ' τη σκοτεινιά χρησμολογεί με τις μικρές εκρήξεις του το φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου