Μπαίνω στο πατρικό μου σπίτι, τρίζει το πάτωμα.
Δεν αντηχούν σαν άλλοτε τραγούδια,
βήματα δεν βροντούν σέρτικου χορού.
Προχωρώ λίγο
κι εκεί στο κέντρο υποχωρεί το σανίδωμα.
Τα βάθη με καλούνε, συλλογίζομαι.
Είναι οι τρεις αντάρτες που τα γένια τους
τυλίγουν τα βαρέλια, τα δοκάρια και τις κάνουλες.
Στάζουν ακόμη μπρούσικο, κατακόκκινο κρασί
της μνήμης.
Ήρθες, μου λένε μ' ένα στόμα∙
πιάσε ποτήρι, μην πάει εντελώς χαμένο το αίμα μας,
να δοκιμάσεις το κρασί που μας μεθούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου