Στο έμπα τού χωριού κάτω από τον πλάτανο
κάθισα λίγη ώρα να ξεκουραστώ.
Πάνω μου κλώνοι ήρεμοι ζυγιάζονταν,
αβρά μέσα στον ίσκιο τους με τύλιγαν.
Θρόιζαν, σουσουρίζαν τα φυλλώματα
και γύρω η φύση βούιζε απ' τα έντομα.
Σιγά σιγά αλλάζει ανεπαίσθητα,
μαζί κι εγώ σιγά σιγά μεταμορφώνομαι,
το παιδικό μου σώμα ξαναντύνομαι
και παίζω με τα χώματα αμέριμνος.
Βγάζω και καμαρώνω την κλειδίτσα μου
σουγιά κολοκοτρωνέικο, χριστουγεννιάτικο
λαμπρό κανίσκι, απ' τον πατέρα μου.
Στη ρίζα λουλουδιού καθώς τον βύθισα,
φυσά ζεστό αέρι και ξεχύνεται
βουή ανθοφορίας ανοιξιάτικης
κι η νεκρωμένη γη από τα σπλάχνα της
λουλούδια αμέτρητα ξεπέταξε πολύχρωμα.
Κι εγώ, άγνωστο πώς, αμέσως βρέθηκα
πάνω στο αλωνάκι ρόδου εκατόφυλλου
κι ύπνο ευωδιαστό γλυκοκοιμήθηκα.
Κι όταν σε λίγο ξύπνησα από το όνειρο,
αντίκρισα πουλιά με μάτι πονηρό
να έχουνε κατεβεί στο γύρω πράσινο
και να τσιμπολογούνε τιτιβίζοντας
σπυρί σπυρί καημούς τής νοσταλγίας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου