Κι έστησα το κονάκι σου του Πόντου
στην Κορυφή Κιλκίς
και σ' έκλεισα μέσα, όπως σε παλάτι μνήμης,
ώσπου.
Και λίγο πιο πέρα
οι φούστες των κοριτσιών γεμάτες ψιθυρίσματα
κι αφουγκραζόμουν κρυφά τον μυστικό ρυθμό τους,
επειδή και κατείχα ακόμη μέσα μου
κάποιες χορδές κιθάρας
ή πλήκτρα από λεία βότσαλα ασίγαστου πόθου.
Και τα μάτια τους,
τρυφερές νύχτες μες στις ατέλειωτες αγρύπνιες μου,
άνοιγαν
μ' ένα μονάχα βλέμμα τους
ρωγμές στον ουρανό,
όπου γράφανε με χρυσή μελάνη
τους στίχους τής καρδιάς
αποκρυπτογραφώντας κρυφά
πάνω στο σταρί τής σάρκας τους
τα όνειρα τα μυστικά τής εφηβείας.
Και λάμπαν τα σκεβρά θρανία
και σαλεύαν τα φύλλα των βιβλίων
σαν των αγγέλων τις φτερούγες.
Κι επειδή νήστευα όλο το χρόνο το κορμί τους,
κάθε πρωί μεταλάβαινα την ομορφιά
μ' ένα αντίδωρο του πόθου μου
και τ' άμετρο ερωτικό κρασί.
Καμιά νύχτα δεν κλέβει το όνειρο,
το ψιχαλίζει από ψηλά στη διψασμένη μας ψυχή.
Σκάει κι ανοίγει το στέρνο
τρίζοντας και συντονίζοντας τον ήχο του
με τους ασίγαστους πόθους.
Έτσι μεθυσμένο μ' ανεβάζανε οι άγγελοι
στους κήπους τούς πρωτόγνωρους του παραδείσου.
Ανεμισμένες οι κόμες στο στροβίλισμα του χορού
και τα χέρια ξαναμμένα
γύρω απ' τις λιανές μεσούλες.
Ανάσες καυτές να καίνε τα χνουδάτα μάγουλα.
Πού πας
με την έξαψή σου να κρέμεται
στις φλεγόμενες φούστες
κι αρχίζεις να παραληρείς
στο Α κεφαλαίο τού κορμιού της
με τα χρυσά των δώδεκα και κάτι Ιουλίων
κι ανεβαίνεις όπως τα νερά
όλες τις αποχρώσεις τού πράσινου:
το λαχανί τού πρώτου σκιρτήματος,
το χλωρό πράσινο της ελπίδας,
το κυανοπράσινο του βραχνού πόθου
που μυρίζει θάλασσα,
και λάμπεις διάφανος βυθός
γλιστρώντας πάνω στους χρησμούς
των δίδυμων λοφίσκων των μαστών της;
Κάθιδρος και ο ύπνος να σαλεύει πλήρης φτερών,
σαν ένας Άγγελος
που ισορροπεί μετέωρος στο παράθυρό σου
και να τρικλίζεις πάνω στα μυστήρια
συλλαβίζοντας τα άνθη
ως τον πυρήνα τού καρπού τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου