Ο Αγώνας
Όμως οι άντρες
και πιο πολύ οι γυναίκες,
που διακρίνουν ευκολότερα
τ' άφαντα στα σκοτάδια,
βάλανε κλειδωνιές τα δόντια να φυλάξουν τη ζωή
που έντρομη φώλιαζε στ' άσαρκα μέλη,
γιατί
πού να σε θάψουν, και μάλιστα
με τέτοια ακρίβεια κεριών και παπάδων.
Και μέρες πολλές ψάχναμε για δουλειά
αλλού ο πατέρας,
αλλού τ' αμούστακο τ' αγόρι κι η μητέρα
ώρες έξω απ' τις πόρτες σπιτιών και γραφείων
- πώς να τολμήσεις, έτσι μικρός,
κάτω απ' τις πελώριες
τις αυστηρές πολυκατοικίες
- ελκεσικέραυνα δονούμενα.
Ώσπου να 'ρθουν στα μέτρα μας
ή να τα φέρουμε εμείς στα δικά μας τα μέτρα
και να γίνουν οι πέτρες
χαλίκι και σκυρόδεμα στις πλάτες
ή κασελάκι στιλβωτή
και σκάφη και σφουγγαρόπανο.
Για ν' αρχίσει σε λίγο ο άλλος ο πόλεμος,
της ντροπής∙
μολύναμε την πόλη,
κι είχανε, λέει, γεμίσει
οι υπόνομοι του Καραβάν Σαράι
εκτρώματα και φονικά,
εκεί που μόνο εμείς το ξέραμε
πόσο ευώδιαζε το βλέμμα
κι ο καθαρός χτύπος τής καρδιάς,
όταν η χάρη αιθρίαζε
και τρίζαν οι σίμβλοι τής χαράς
απ' την πνοή τού
εσώτερου μύρου.
Γιατί ο δικός μας ο έρωτας
φυσούσε πάνω στη χλόη
με ροδοκόκκινα μάγουλα και μελαψά μέλη
κι είχε το χρώμα το πορφυρό τής αγιότητας.
Ζεμένος κάτω απ' το γλυκό φορτίο
δε σήκωνε τα μάτια τα σεμνά της αφοσίωσης τα μοναδικά.
Εδώ λιμάζει η πόλη των αστών,
σε γδύνει με τα μάτια της.
Άπληστα ψαύουνε τα χέρια
και τα χείλη έχουν βεβηλωθεί
από κραυγές ξένες.
Σαπίζει ο καρπός τής αφοσίωσης,
ανεμίζουν φουστάνια
και σαλεύουν
φουσκωμένοι
λαίμαργοι μηροί.
Και γεννηθήκαμε πολλές φορές
κι έκθαμβοι ακούγαμε το νέο ανάβλυσμα της ψυχής
που ντύθηκε τον φωτεινό χιτώνα
να προστατεύσει απ' το κακό
και να ζεστάνει το δρόμο τής Αρετής.
Και λύθηκαν μεμιάς τα σκιώδη αινίγματα
κι άνοιξε η μελωδούσα πύλη τού καιρού
στο διφρήλατο ρόδο.
Ήρθαν χέρι με χέρι τα πρώτα εύγε και τα χαμόγελα
- ρόδινη αυγή των κοριτσιών τής γειτονιάς.
Φιλιώθηκε η ανάγκη με τη σεμνότητα
και τα όνειρα πορφύρωσαν τις αναζητήσεις.
Ύψωσε φωτολαμπείς πυρσούς ο ουρανίδης λογισμός
κι οι παρθένες μήτρες ανύμνησαν
των εφήβων το αγέρωχο κάλλος.
Καινούργιοι ξεκινάμε
αφήνοντας να κοιμούνται μες στη μνήμη μας
τιμάρια και ακίνητα
με τη σποδό των έργων
που σωριάστηκαν γύρω μας.
Ακόμη και τον φύλακα άγγελο
που αποκοιμήθηκε κι η συμφορά μάς βρήκε
απαρνηθήκαμε
και μάθαμε να προσκυνούμε τ' άξια τα χέρια
και το φτερωτό πνεύμα τής έμπνευσης.
Προσεκτικά ψηλαφήσαμε τ' ακριβά τής Τέχνης
που είχανε παραμελήσει οι κάτοχοί τους
χάρη των ηδονών∙
την άρπα με τη μουσική τού αρωματικού ξύλου,
το μουσαμά,
όπου νηστική πάλεψε η άγρια μέθη,
τις γλυφές τού μαρμάρου και του ορείχαλκου.
Υψώσαμε στοχαστικά το μέτωπο
στις αυστηρές βιβλιοθήκες
όπως παλιότερα στη δροσερή βροχή
και στο δαυλό τού ήλιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου