Βγάζω από την απόσταση τη νύχτα και
Πέρα απ’ τις μορφές που καινούργιες προβάλλουνε
Βλέπω
Να συλλαμβάνει ο κόσμος
Τη μορφή σου
Σαν πέτρα διαμελίστηκε
Η καρδιά που σκορπίστηκε,
Φωλιές, γεννώντας, μεσοπέλαγες
Και μνήμες θέλησης
Αυτόχθονες θα τις σκηνώνουν κρατώντας
Εμένα
Μακριά απ ‘τα κομμάτια μου
Αυτό που δεν θυμούνται, μα το λένε ουρανό,
Στέκει σαν στάχτη που δεν πέφτει
Ωχρός
Σαν έφηβος που τάισε το ένστικτο του (η ψυχή
Θυμιδίες στα έλη της σήψης δεν
είναι
μια κιτρινίλα μες στο γκρι του γκρίζου)
Το αίμα
Νωπό
Μες απ’ τα νύχια των εδώ ηγεμόνων
Μεσουρανεί
Στη φωνή μου σαν στέμμα:
Αθώοι, Αθώοι, Αθώοι
(Αυτές οι πόλεις
Δεν σε χωρούν εάν στοχαστείς την αθωότητα
Μα φτάνω
Από την άτρωτη Πλευρά του Κόσμου
Όπου η Φωτιά είναι απλούστατο
Φως
Και η σάρκα που σκορπίστηκε, γίνεται Σώμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου