Ξεθώριαζαν τα σύννεφα του δειλινού
στο λιόγερμα μιάς Κυριακής φευγάτης
ήλιος τρεκλίζοντας που έδυε ... σακάτης
στη γκρίζα ράχη του ξερακιανού βουνού.
Μενεξεδένιες ... ξεφτισμένες πινελιές
κάποιου ζωγράφου ξεχασμένου απ τον χρόνο
φυλακισμένη η ψυχή σε φαύλο θρόνο
κιβούρι σάρκινο ... το σκεύος ευτελές.
Ασθμαίνοντας διολισθαίνω στο κενό
τ` αναστημά μου με αναίδεια ορθώνω
οραματίζομαι ... το θαύμα κατορθώνω
τους δαιμονές μου ευλογώ και επαινώ.
Αρχαίο θέατρο, φθίνουσα η ζωή
αισχρά μονόπρακτα ... τυχαίες παραστάσεις
σε εξωθούν ... θέλεις να κάνεις υπερβάσεις
έως την έσχατη του είναι σου πνοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου