κόβουν τις μέρες μας
με τα χρυσά ψαλίδια της δόξας και του πλούτου.
Κι όσα μας καίνε και δεν είπαμε,
τα κλείσαμε στα φέρετρα.
Για να μη βγάλουνε μιλιά.
Για να κρατάνε τσίλιες στους αιφνιδιασμούς και στα ξεσπάσματα.
Σε ενοχλητικούς περαστικούς με μάτια ακίνητα.
Έκλεψα το βάρος απ' το φως τους,
όλο τον όγκο της ζωής.
Περπάτησα με τα εν δυνάμει πτώματα στην πλάτη,
απτόητος μπροστά στην κουκουβάγια,
που ψήλωνε και μου 'κρυβε τα δέντρα.
Ήθελα τα ρεύματα τα αντίδρομα και απέφευγα τις ίσες αποστάσεις, για να έχω πάντα έναν δρόμο.
Κάτω από τον ίασπι του νου αντηλάριζαν οι στοχασμοί
και στριφογύριζε η κάμπια της σκέψης.
Ξάπλωνα μαζί της πάνω σε σωριασμένους ύπνους
και κάλυπτα τις τύψεις για τη συνείδηση την άγουρη.
Συνέτριψα μεμιάς τα είδωλα
και στάθηκα ακέραιος, ολόιδιος μπροστά τους.
Τί φταίνε οι κολασμένοι;
Τους έχτισαν γκρεμοί.
Τους ξέβρασαν χρυσόψαρα στα άδυτα της μνήμης,
με ντροπιασμένες περηφάνιες.
Διαβαθμιζόμουν μ' εκείνους σε μια κυμαινόμενη αναλογία.
Ακατάληπτος και αλλόκοτος.
Είπα να με ρίξουν στης φωτιάς το ύψος,
σαν μια δοκιμή εξιλασμού.
Σίγουρος σαν την ηδονή, βάφτηκα με τα χρώματά τους.
Δίπλωσα τα πόδια κι έσπρωχνα με τους αγκώνες όλο και πιο μέσα το έμβρυο του πόθου.
Το ακράταγο ψυχόρμητο όλων των πιθανών υπάρξεων.
Ό,τι ήμουν και δεν ήμουν:
μια πυρπολημένη λάβα στην κοιλιά των ηφαιστείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου