(Αισχυλος-Πομηθέας Δεσμωτης)
μες την άβυσσο της ζήσης βυθισμένος,
φως θωρώ της ηδονής , απ’τ’ όνειρο παρμένος,
πασχίζοντας απόκριση, ο δρόμος μπρος κλεισμένος
Ο λόγος,στ’ άλυτο του γρίφου, προδιαγεγραμμένος.
στα έσχατα αλί τα χρόνια
και στης ραστώνης το χορό,
άσκαφτα ,τον βρήκαν, χιόνα.
βρικόλακα στη ζήση,
τα πάθη του, τον έντυσε,
μ’ «ευγένεια» στη φύση.
στη μοίρα έχει πάθος
κι’όταν ξυπνά ο άνθρωπος
τα όνειρα βγαίνουν λάθος
σαν ζήσουν πίνουν αίμα,
δείχνονται όντα λογικά,
μα επικρατούν με ψέμα.
στους Σκυθικούς του δρόμους,
αφήνοντας στο «Κράτος», με τη «Βία»
«Χαντζάρινους» να βάνουν νόμους,
αληθινό εμπρός του,
καλεί τον αυλοκόλακα
να διώξει τον εχθρό του.
θα βγεί λευτερωμένος.
Το κρίμα του ήτανε το βιός
και βγαίνει χρεωμένος.
πιστεύει στ’ όνειρο βιώνει.
Στο κόσμο π’ ήρθε είν’ ορφανός,
η Αγάπη π’ άκουσε είναι αέρας-σκόνη.
κι’ ελπίζει ζώντας τ’ άδικο θα σβήσει.
Φίλος το φίλο αλόγιαστα σκοτώνει,
εξαργυρώνει την ποινή, μάτια μην κλείσει.
τα Σκυθικά τα όρη, κοιμίζουν τον «Βαρδάρη»,
Μα του «Καταχανά» τα δόντια, είναι «τοξικά»,
θανάτου φτύνουνε, στην ένδεια, «Χαντζάρι».
-
Δυό τα «χαντζάρια» αστραφτερά,
κρατούν αμφίδρομα θανάτου την ασπίδα,
διαβαίνουν άβουλα δεξιά κι’ αριστερά,
είναι οι ρέστοι: αναλώσιμη μαρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου