Κι έγιναν οι άνθρωποι θεοί.
Ακονίζουν σίδερα, καυτά σπαθιά.
Μαύρισε ο ουρανός,
καμπάνες πένθιμες τραγούδια των πουλιών.
Αλίμενη η νύχτα δυο σύννεφα ναύλωσε δίχως βροχή.
Κι εγώ, έρημη γη, ανάδελφη,
με πανωφόρι παλιό,
τρύπια παπούτσια,
ξυπόλυτο μυαλό.
Έσκυψαν πάνω μου πολλοί-κάτι να πάρουν.
Στην τσέπη ένα χαρτί: Κρατώ στα δόντια την ψυχή.
Φαντάσματα γλιστρούν απ’ τις γωνιές .
Κρύβομαι από πειρατές.
Με πλάγιο ήχο θα στο πω: «Κοίτα, μας πρόδωσαν οι καιροί»
Γίνετε αντίλαλος η φωνή: «Σαν από θαύμα επιζώ»
Πνίγομαι, πρέπει να φύγω.
Νιώθω ένα τράνταγμα.
Ξημέρωσε.
Με τρόμαξες…
όνειρο ήταν.
Ο εφιάλτης είναι δω.
Κομμάτια του καιρού.
Στις εκβολές του τίποτα
Χάραξε η θάλασσα
ταξίδια αλαργινά,
μα ούτε δέντρο ούτε πουλί.
Στην τσέπη το χαρτί να μου θυμίζει το κενό
Στην ανυπαρξία των καιρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου