ξένοιαστος από βιοτικές μέριμνες
υπολογισμούς και συμφέροντα
έλκεσαι από τη φωταγωγημένη όψη του κόσμου.
Δεκτικός στο ελεύθερο, στο ωραίο
στο μεγάλο που σε περιμένει
λαχταράς να νιώσεις το ρίγος που σφύζει στις φλέβες σου.
Βιάζεσαι να αρπάξεις το χρώμα από την άνοιξη
να αγγίξεις το όνειρο, να ερωτευτείς
να σφιχταγκαλιάσεις το ασυμβίβαστο
μακριά από την επαιτεία τούτου του κόσμου.
Αυτός ο κόσμος που φλέγεται πολέμιος
σε κατεχόμενες συνειδήσεις
με εκατομμύρια ουρλιαχτά, φρίκη και αίμα
σου είναι ξένος.
Έχει όψη σακάτικης εξαθλίωσης
απόγνωσης και τροχισμένης γλώσσας.
Δε θα του το επιτρέψεις να σε καταπιεί.
Ενδίδεις στην πρόκληση να τον αλλάξεις.
Οι ορίζοντες ανοιχτοί στέκουν
ο ουρανός απέραντος και ασυννέφιαστος φαντάζει.
Με ψυχή πλημμυρισμένη από πολύχρωμα οράματα
αλύγιστη ανεμίζει η ανάσα σου στο σύμπαν
κι αυτός ο ήλιος που έχει σκαλώσει στο βλέμμα σου
σα σπίθα αγάπης, θαρρείς μια πιθαμή ψηλότερα σε πάει.
Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα φτερά.
Αψηφώντας κινδύνους, συντριβές και φοβίες
να στείλεις το δικό σου μήνυμα
να στείλεις το δικό σου περιστέρι να περάσει τις Συμπληγάδες.
Τίποτα λιγότερο απ’ ότι σου αξίζει.
Ζητάς το ακέραιο, το ατόφιο, το αληθινό
τραγούδι να το κάνεις να λάμπει μέσα σου.
Τόσο μελωδικό όσο η θέλησή σου για έναν καλύτερο κόσμο
τόσο μαγευτικό όσο η εμπιστοσύνη σου στον εαυτό σου
τόσο θαυμαστό όσο η τόλμη σου.
Βήμα-βήμα το φωτεινό αύριο που πόθησες ζυγώνει.
Αξιώνω δύναμη, τη μάσκα να φορέσω.
Δάκρυ αλμυρό και ροζακί συνάμα.
Το μπόλιασμα στρεβλό, γιομάτο αμάθεια.
Τα όνειρα κρυφά, δεν ξεμυτίζουν.
Ξένη, αφουγκράζομαι μα δεν καταλαβαίνω.
Σκληροί ‘ναι όλοι τους κι εγώ στην πέρα όχθη.
Δεσμώτες, δικαστές, κριτές ακούραστους
ξεγέλασε η κάλπικη ανοχή μου.
Μα εγώ αγριεύομαι σε κάθε συναπάντημα.
Τόσο αδύναμη, αλήθεια, πώς ν’ αντέξω;
Και είμαι μικρή και λίγη εγώ για δαύτους…
Μαλακώνουν οι άνθρωποι, μαμά;
Κι αν έστω πω, το μπορετό να κάνω αέναο,
να ‘χω ατσάλι στην καρδιά, ίδια παιδί τους,
ανεπαρκής, αμάθητη, κομμάτια μου
μαζεύω έχοντας το βλέμμα χαμηλά.
Φέρνει η νίκη τους ξεδιάντροπα την ήττα μου,
δικό μου κλάμα για επίτευγμα λογιάζουν.
Είναι που ξέρουν και βρυχώνται στους αδύναμους
τάχα ως φίλοι στο κατόπι μου φωλιάζουν,
χώνοντας λάμες σ’ επιδέσμους ζοφερούς.
Μα ‘ναι αβάσταχτο να υπάρχω μες στο μένος τους,
θανάτου γεύση η συμβίωση μαζί τους…
Μαλακώνουν οι άνθρωποι, μαμά;
Τις αχτίδες της χαράς
τις αντίκρυσα στων ματιών σου τη λάμψη!
Το πρώτο της καρδιάς μου πετάρισμα στον εναγκαλισμό της ψυχής μου με την ψυχή σου αισθάνθηκα!
με πανώρια άνθη και με μυτερά αγκάθια αντάμα!
Όταν η ευωδιά του κόκκινου τριαντάφυλλου
πλημμύρισε το δώμα της κοινής μας ζωής,
δάκρυα χαράς λαμπύριζαν
στ’ ασημοκέντι τ’ ουρανού μας!
στον απέραντο της αγάπης μας κήπο!
Τ’ αγκάθια τ’ αγαπήσαμε νομοτελειακά:
Πώς άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει
τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι, λυγμός χωρίς δάκρυ;
Το βελούδινο της ψυχής σου άγγιγμα γιάτρεψε το γραντζουνισμένο μου γόνατο και στέγνωσε της πίκρας μου το δάκρυ.
για να μην αγουροξυπνήσεις τ’ όνειρο.
Δεν σφαλίζουν τα μάτια μου
αν της ανάσας σου το χάδι δεν αγγίξει
τ’ ακρόκλαδα της σκέψης μου!
«Μαζί θα τ’ ανέβουμε κι ετούτο τ’ ανηφόρι!» έλεγες όταν τα δύσκολα μάς έβαζε η ζωή.
Ποτέ δεν έφυγες απ’ τ’ ονειροδρόμιό μου. Κύκλους κάνεις, κι αν ζαλίζομαι καθόλου δεν με μέλει!
για τ’ απέραντο τ’ ουρανού μας γαλάζιο.
Της νοσταλγίας οι λυγμοί
την Αθανασία της Ψυχής και της Αγάπης μας
υπογράφουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου