φίλησα στο στόμα τους φονιάδες μου.
Πήρα απ' το χέρι τον γκρεμό
κι έφθασα
ως τη συντέλεια του νόστου.
Στο μέρος που συνοικούν
όλα τα μαζί τα επικηρυγμένα,
τα μετάρσια εγώ,
ο αντιπερισπασμός του ξεχασμού.
Κόλλησα στο στήθος τα βήματα της ερημιάς μου
και περπάτησα
μέχρι να βρω το αίμα των αγίων.
Το τέλειο αντίδωρο.
Με ένα δριμύ συνηγορώ στον έρωτα
και με το όνειρο να συσπάται μέσα μου,
βρήκα τη νέα μου κατοικία.
Ανάμεσα στους ερυθρόλευκους ανθώνες
και τις ασημένιες πεταλούδες.
Έκλεισα το φως
και ξάπλωσα πάνω στο πτώμα μου.
Είχα, πια, έναν ολόκληρο θάνατο μπροστά μου,
να διαμαρτύρομαι,
που πεθαίνω με τέτοια λεπτομέρεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου