τα δέντρα τα ξύπνησε ο αέρας,
το αστροπελέκι έλαμψε τον ουρανό
ένα τριαντάφυλλο στον αιθέρα.
επιστολές που δε στείλαμε ποτέ,
τα πουλιά φόρτωναν τον ουρανό στα φτερά τους
με μηνύματα για χώρες μακρινές.
η βροχή μελετούσε τα πεσμένα φύλλα,
αλυχτούσε το σκυλί εκεί κοντά,
έβηχε ο παππούς στην καλύβα.
για να πάρει τους νεκρούς μακριά.
Ταξίδευα εγώ προς τον ποθητό νότο,
έφευγαν τα σύννεφα προς το βορά.
τον πολύ θάνατο δεν αντέχει η καρδιά.
Φώναξα τους ανέμους να με πάρουν
να πάμε με τα πουλιά μακριά.
και να πεθαίνουν νωρίς, και να πεθαίνουν νωρίς.
Εσύ μη κλαις για την μεγάλη απώλεια,
ας κλάψει καλύτερα αν θέλει η βροχή.
μαύρο πένθος και ψυχρή παγωνιά,
τα βουνά τριγύρω σαν γίγαντες ουρλιάζουν
και η ψυχή μου πονά και η ψυχή μου πονά.
μισός στον ήλιο, μίσος στη βροχή.
Φοράω πουκάμισο το ουράνιο τόξο
ποδοπατώντας των νεφών την οργή.
πέφτει στα πόδια μου και ξεψυχάει.
Που να βρω ένα μαγικό άλογο, πείτε μου,
σε μια χώρα του ήλιου να με πάει;
Από τη συλλογή:
«ΦΛΩΡΟΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΑΣ ΘΛΙΨΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου