μα δεν μπορούσαμε πια να δούμε ο ένας τον άλλο.
Οι σκέψεις γέμιζαν τον νου
με φόβους που δεν τολμούσαμε ποτέ να μοιραστούμε.
Λέγαμε ένα «γεια» κι όλα τα τυπικά,
όπως όριζαν οι καλοί τρόποι,
μα τίποτε άλλο ύστερα,
καμιά άλλη κουβέντα.
Και πέρναγαν τα χρόνια, στοιβάζονταν
στην όλο και πιο ισχνή μας πλάτη,
ώσπου μια μέρα ξυπνήσαμε
γέροι πια κι ανήμποροι να αρθρώσουμε δυο λέξεις.
Ποιος ήσουν και ποια ήμουνα,
ποιος άραγε να ξέρει,
αφού δεν καταφέραμε να νιώσουμε
ούτε τον εαυτό μας.
πριν ο λυγμός τον πνίξει.
Έτρεχε δήθεν φτερωτός
κι ύστερα κατέληξε άψυχος,
σαν μια φωτογραφία κίτρινη, αλλοτινών καιρών,
μια προδοτική ανάμνηση της αιώνιας αλήθειας,
ένα χαστούκι δυνατό
στις απαλές παρειές ανόθευτων ανθρώπων.
Λίγοι, μικροί, ανέντιμοι μασκαράδες.
Μα κάλλος πού; Και πού αρετές;
Πού τόλμη για αλήθειες;
Ένα ποτήρι άδειο μαρτυρά τη σκιώδη παρουσία μας.
Δικαιολογίες αμέτρητες,
γραμμένες σε κόκκους άμμου,
έτοιμες να σώσουν όπως-όπως μια ρημαγμένη αξιοπρέπεια,
όσα είμαστε και όσα δεν γίναμε
και μάλλον δεν θα γίνουμε ποτέ.
Το ξέρω.
Θα δέσεις πίσω τα μακριά μαλλιά,
θα αλλάξεις διαθέσεις, ύφος, τη γλώσσα και το σώμα,
και θα ’ρθεις να μου πεις ξανά
όσα από παλιά γνωρίζω.
Μα τούτη τη φορά αλλιώτικα θα είναι όλα.
Γιατί εγώ δεν είμαι πια εκείνη.
Αλλόκοτη έγινα, μα αληθινή και πλήρης.
Και φέγγω τις νύχτες μακριά σου
σε μια θερμή και οικεία αγκαλιά
που αγαπώ κάθε φορά και πιο πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου