Στο γυμναστήριο το συνοικιακό
από όταν ήμασταν μικροί, σ' αυτό
γυμνάζαμε τα σώματα με θέρμη
μη γνωρίζοντας τα εφήμερα, οι παντέρμοι·
ερχόμασταν και δίναμε τις ανάσες μέχρι τέλους
και με τα βάρη τα τεχνητά θέταμε μόνοι μας σκοπέλους.
Ο τοίχος του ξεφτισμένος με πεσμένο από καιρό το σοβά
κοιτούσαμε λαγγεμένοι τα σώματα σαν από καμβά·
στο πέρασμα οι γυμναζόμενοι άφηναν μυρωδιές
από την κούραση της μέρας -όχι όμως και ευωδιές-.
Το βράδυ το βαθύ, πνιχτό γέμιζε από αρουραίους
το πρωί όμως εκεί οι γυμναζόμενοι τους ραχιαίους
εξασκούσαν και με μικρά διαλείμματα ξεφυσούσαν·
στα πόδια, στα χέρια, στη ράχη και στο στήθος έγκειται το κλέος
που στην έξοδο από τον γωνιακό καθρέπτη κοιτούσανε με δέος·
αφού άλλωστε αυτό έχει σημασία, πως είσαι, πως φαίνεσαι,
να είσαι ποθητός στο τώρα γιατί δεν είναι μακριά η καληώρα.
Στην αβεβαιότητα του αύριο δεν μπορεί να υπολογίζει
ούτε η ειμαρμένη που μειδιώντας θα σε μακαρίζει.
Λάθεψε, μέθυσε στο σθένος και στην στιγμιαία ρώμη
και νόμισε ότι μπορούσε τη ζωή να χαλκέψει στο αμόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου