του Π. Ένιγουεϊ
Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το
πάρουμε είδηση. Κινητά με touch screen, bluetooth, επίπεδες οθόνες, smartphone, i pod, i pad, βιντεοκάμερες,
διάφανες θήκες, Facebook, twitter, sms, mms, email, blogs, ανατομικά στρώματα, air condition, ιονιστές (δωματίου/ αυτοκινήτου), γερμανικά κουφώματα, αλλά και
αισθητικές επεμβάσεις όπως ανόρθωση στήθους (για τη γυναίκα μου), εμφύτευση
μαλλιών (για μένα), λιποαναρρόφηση (και για τους δύο), είχανε παίξει το ρόλο
τους ύπουλα. Σκάψανε μέσα βαθιά μας σαν τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και
τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Πλέον η κατάσταση είχε ξεφύγει. Έτσι το
έβλεπα. Έτσι το ένιωθα. Και το νιώθω ακόμη βλέποντας τους γύρω μου. Της το ’χα
πει καιρό πριν, με ήπιο τρόπο τότε. Όλα τ’ άλλα δε με πειράξανε. Κομμάτια να
γίνει. Έχουν μια υποτιθέμενη χρησιμότητα. Κι έπειτα, όλη μέρα σπίτι – γραφείο –
σπίτι, ας απολαύσουμε και εμείς κάτι. Η τεχνολογία, η επικοινωνία, η άνεση, η
αισθητική, η ομορφιά, σου ανεβάζουν τη διάθεση, δε μπορώ να πω. Ως ένα σημείο
όμως. Μόνο το “Like a baby” μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. Το “Like a baby”.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία, τέλη
δεκαετίας ’80, ως πρωτοετής φοιτητής, στην Αθήνα, δεν υπήρχε ούτε κινητό ούτε internet. Ελάχιστοι είχαν air condition. Εξ ου και ο φονικός καύσωνας του 1987 με πάνω από χίλιους εκατό νεκρούς
στην πρωτεύουσα, κυρίως ηλικιωμένους. Η ζωή τότε, σε σχέση με το σήμερα, ήταν
απλή. Ακούγεται τετριμμένο, ακούγεται κλισέ, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα με
μία λέξη. Τηλέφωνο ποτέ δε χτυπούσε τις μεσημεριανές ώρες. Ούτε «κατά λάθος».
Δεν τολμούσε να τηλεφωνήσει κανείς τις «ώρες κοινής ησυχίας», και δεν υπήρχε
λόγος άλλωστε αφού τίποτα δεν ήταν «επείγον».
Οι δικοί μου ξέρανε σε ποιο σταθερό θα με
βρούμε. Ή στο σπίτι που νοίκιαζα (μία γκαρσονιέρα στο Περιστέρι), ή στην Κλειώ.
Συγκατοικούσε με μια συμπατριώτισσα της τότε σε μεγαλύτερο σπίτι από το δικό
μου. Μεγαλύτερο, νεώτερο και σε «καλή» περιοχή: περιφερειακό Λυκαβηττού.
Η Κλειώ καταγόταν από το Βόλο, από
οικονομικά εύρωστη οικογένεια, ο πατέρας της είχε μια βιοτεχνία επίπλων. Ο
δικός μου υπάλληλος σε τράπεζα. Και γι’ αυτό επέμενε να σπουδάσω στην ΑΣΟΕΕ.
Όπως κι έγινε. Εκεί γνώρισα την Κλειώ. Ένα έτος μεγαλύτερο από μένα. Μαζί
«βγάλαμε» τη σχολή.
Για να δείτε πόσο απλή ήταν η ζωή τότε θα
σας διηγηθώ το εξής: Το πρώτο καλοκαίρι που πήγαμε διακοπές οι δυο μας
αποφασίσαμε ως προορισμό την Ιθάκη. Πήραμε το λεωφορείο για Πάτρα και από κει
πλοίο, Κεφαλονιά, Ιθάκη. Δωμάτια δεν είχαμε κλείσει αφού θα κοιμόμασταν στην
ολοκαίνουρια σκηνή μας σε μια παραλία βόρεια του νησιού, λίγο πριν το Κιόνι, το
«Κάπρι της Ελλάδας», όπως χαρακτηριστικά το αποκαλούν οι ντόπιοι, υποθέτω λόγω
της πολυσύχναστης στάθμευσης κότερων. Στην ίδια παραλία είχαν κατασκηνώσει και
κάποιοι φίλοι μου το περασμένο καλοκαίρι. Ήμασταν λοιπόν, κατατοπισμένοι.
Για να φτάσουμε ως εκεί νοίκιασα ένα
«παπάκι» και φόρτωσα τη βαλίτσα μου μπροστά στην «ποδιά» και τη βαλίτσα της
Κλειώς πίσω στη σκάρα με τη σκηνή από πάνω. Δεν έδεσα όμως σφιχτά τη σκηνή, με
αποτέλεσμα να πέσει κάπου στο δρόμο χωρίς να πάρουμε είδηση.
Όταν φτάσαμε στο σημείο που θέλαμε και
συνειδητοποιήσαμε ότι η σκηνή «είχε κάνει φτερά», μας κατέλαβε πανικός. Η Κλειώ
άρχισε να κλαίει. Έφυγα για το Βαθύ, το λιμάνι της Ιθάκης, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αλλά δυστυχώς, παρόλο που έφερα το Κιόνι – Βαθύ πέντε φορές βόλτα, δε μπόρεσα
να τη βρω. Η Κλειώ, εκτός εαυτού, να κλαίει ασταμάτητα. Χρήματα δεν είχαμε
αρκετά ώστε να νοικιάσουμε δωμάτιο (αν και για την Κλειώ με ένα τηλεφώνημα στο
Βόλο θα λύνονταν το οικονομικό της πρόβλημα αυθωρεί και παραχρήμα) και η μόνη
λύση ήταν να κοιμηθούμε στην παραλία… σαν δύο ναυαγοί. Είχε αρχίσει και να
σκοτεινιάζει. Την άλλη μέρα θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Αν θα μέναμε και πού ή αν
θα φεύγαμε.
Ο καιρός καλός, η παραλία ήσυχη, τα sleeping bank σχεδόν περιττά, τα είχαμε μόνο για υπόστρωμα, και έτσι πέρασε το πρώτο,
αξέχαστο, βράδυ στο νησί. Και έτσι πέρασε το δεύτερο, αξέχαστο, βράδυ στο νησί.
Και έτσι πέρασε το τρίτο, αξέχαστο, βράδυ στο νησί. Και το τέταρτο και το
πέμπτο… Εγώ, η Κλειώ και το «παπάκι» μας, με το οποίο γυρίσαμε όλη την Ιθάκη
(τα πράγματά μας τα αφήναμε, πακεταρισμένα κάθε φορά, σε ένα ψιλικατζίδικο στο
Κιόνι, έως ότου επιστρέψουμε από τη βόλτα). Ώσπου τελειώσανε τα λιγοστά χρήματα
και επιστρέψαμε στην Αθήνα.
Το παραπάνω γεγονός συνέβη μια φορά και
δεν επαναλήφθηκε. Δεν το είχαμε επιδιώξει, ούτε καν σκεφτεί. Απλώς επιλέξαμε
αυτόν τον τρόπο να περάσουμε τις διακοπές μας. Αν και δεν είχαμε, τελικά, άλλη
επιλογή, νομίζω. Ή θα μέναμε στην παραλία ή θα φεύγαμε. Για τηλεφώνημα στο Βόλο
ούτε λόγος. Προτιμούσα να φύγω την άλλη στιγμή.
Η Κλειώ δεν είναι αυθόρμητη. Δεν είναι
«χύμα» τύπος, ούτε αγαπά τις περιπέτειες. Λόγω της καταγωγής της θέλει να έχει
τις ανέσεις της, την καλοπέρασή της και να είναι πάντα περιποιημένη και
μοντέρνα. Ώρες ώρες απορώ πώς και δεν επιστρέψαμε άρον άρον απ’ την Ιθάκη την
άλλη μέρα.
Τελειώσαμε τη σχολή, από πλευράς μου έκανα
το στρατιωτικό και μετά από έξι μήνες παντρευτήκαμε. Η Κλειώ δούλευε ήδη στην HSBC. Έδωσα συνέντευξη, πήρανε κι εμένα. Τότε
ήταν η εποχή που είχαν κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή τους τα πρώτα κινητά
τηλέφωνα. Κάτι ογκώδη αντικείμενα, σα μικρό βαλιτσάκι, θυμάμαι. Η Κλειώ πήρε
πρώτη ένα. Για επαγγελματικούς λόγους, είπε. Μετά από λίγο καιρό πήρα κι εγώ.
Για επαγγελματικούς λόγους, είπε. Εννοείτε πως ηλεκτρονικό υπολογιστή είχαμε
πάντα την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, άντε την προτελευταία. Τότε ήταν που
πρωτοσερφάραμε στο internet.
Απαραίτητο εργαλείο για ένα χρηματιστή, για τους υπόλοιπους όμως;
Δύο χρόνια αργότερα «αγοράσαμε» ένα
διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Βάζω το «αγοράσαμε» σε εισαγωγικά λόγω του
εικοσαετούς δανείου (φαντάζεστε από ποια τράπεζα). Πρότεινε να μας «ενισχύσει»
ο πεθερός αλλά δε δέχτηκα. Ούτως ή άλλως οι μισθοί μας ήταν, τότε, αρκετά
ικανοποιητικοί και τα καταφέρναμε. Επίσης δεν ήθελα να του έχω υποχρέωση. Ποτέ
δε του ζήτησα κάτι και ούτε θα του ζητήσω.
Το διαμέρισμα όμως δεν ήταν καινούριο.
Βέβαια, δεν ήταν και παλιό. Ήθελε μια ανακαίνιση. Την κάναμε. Μετά όμως από μια
πενταετία ήθελε και η ανακαίνιση μια ανακαίνιση. Την κάναμε. Στην δεκαπενταετία
πάνω μια ανακαίνιση ήταν απαραίτητη. Την κάναμε κι αυτή. Σε έξι μήνες κλείνουμε
εικοσαετία, ξεχρεώνουμε το δάνειο, και όπως υπολογίζω, κατά το καλοκαιράκι, μια
ανακαίνιση θα ’ναι ότι πρέπει για να το γιορτάσουμε.
Δεν κλαίγομαι ούτε για τα γερμανικά
θερμομονωτικά κουφώματα, είναι απαραίτητα, ούτε για τα τέσσερα air condition που βάλαμε σε κάθε δωμάτιο (πλην τουαλέτας, αλλά μη βάζω ιδέες…), είναι
χρήσιμα. Ούτε, ακόμη, για τα ανατομικά στρώματα COCO MAT που προσφέρουν απόλυτη υποστήριξη σε κάθε σωματότυπο, είναι εντελώς
αμέταλλα και οι διαφορετικού πάχους στρώσεις από φυσικό καουτσούκ επιτρέπουν
την επιλογή ανάμεσα σε ελαστική ή λιγότερο ελαστική πλευρά. Δε δυσανασχετώ που
κοιμάμαι σε στρώμα του οποίου οι στρώσεις από αλογότριχα και ίνες κάκτου
βοηθούν στη ρύθμιση της υγρασίας, ενώ τα φύκια, χάρη στο ιώδιο που περιέχουν,
προσφέρουν φυσική προστασία από τις αλλεργίες και διευκολύνουν το αναπνευστικό
σύστημα. Ούτε που το εξωτερικό κάλυμμα φτιάχνεται από υψηλής ποιότητας
καπιτοναρισμένο βαμβάκι. Ρωτάω όμως: είναι ανάγκη να αλλάζουμε τα ολοκαίνουρια
στρώματά μας με άλλα ολοκαίνουρια στρώματα κάθε πέντε χρόνια (μαζί με κάθε
ανακαίνιση);
Έτσι, σιγά σιγά και χωρίς να το
καταλάβουμε, περάσαμε από την κατανάλωση στην υπερκατανάλωση. Και δεν εννοώ ότι
καταναλώνουμε πολύ, αλλά ότι καταναλώνουμε πολλά και συνεχώς καινούρια
πράγματα. Περάσαμε από το «γραφείο μας»
με τον «υπολογιστή μας» στα «δωμάτιά μας» με τα «γραφεία μας», τους
«υπολογιστές μας» και στους «φορητούς υπολογιστές μας». Περάσαμε από το κινητό
τηλέφωνο με κάμερα, στο κινητό με internet και στο κινητό με touch screen, περάσαμε στην προσωπική βιντεοκάμερα, περάσαμε στο i pod και στο i pad, στην εποχή του usb, των mp3, του smartphone, του handsfree. Και βέβαια στην κοινωνική δικτύωση του Facebook, του twitter και των πολυάριθμων blogs (η επικοινωνία είναι ένα είδος κατανάλωσης, στο
φινάλε).
Είμαι σε αυτούς που πιστεύουν ότι δεν
υπάρχουν ανάγκες αλλά μόνο επιθυμίες («από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές
του, στον καθένα σύμφωνα με τις… επιθυμίες του»), και μπορεί για μερικούς να
φαίνομαι οπισθοδρομικός, ότι αναπολώ το «αθώο» παρελθόν, ή ότι αδυνατώ να
αντιμετωπίσω την πραγματικότητα και τις εξελίξεις, όμως δεν έχουν δίκιο.
Αντίθετα, πιστεύω στην εξέλιξη και στο μέλλον. Στην τεχνολογία και στα υλικά
αγαθά. Αλλά, διάολε, όλα έχουν ένα όριο. Ρωτάω: σε τι χρησιμεύουν τα
προστατευτικά σκόνης για smartphones, η διαφανής θήκη bumper
για i phone, οι θερμαινόμενες παντόφλες, η παγοθήκη κρανία, η
κουρτίνα μπάνιου σέξι γυναίκα, η κουρτίνα μπάνιου σέξι άντρας, τα γάντια για
οθόνη αφής, η κούπα R2D2, το ρολόι τοίχου melting clock (αλά Σαλβαδόρ Νταλί) ή ο ατομικός μετρητής αλκοόλ; Ποιο πολύ όμως,
αναρωτιέμαι, σε τι χρησιμεύει, ποιος τα χρησιμοποιεί και για ποιο λόγο: τα
γυναικεία στήθη-αφρόλουτρο (κρεμασμένα στον τοίχο της μπανιέρας, πιέζεις ελαφρά
το ελαστικό στήθος και αυτό σε «ανταμείβει» με αφρόλουτρο από τις θηλές…). Τα είχαμε δει παρέα με την Κλειώ τις προάλλες
σ’ ένα γκατζετάδικο ενώ ψάχναμε για μια κουρτίνα μπάνιου. Τότε ήταν που της
είπα, με ήπιο τρόπο, ότι το πράγμα έχει πλέον ξεφύγει. Αυτή, όμως, με αγνόησε
επιδεικτικά και συνέχισε την «έρευνα αγοράς».
Πώς ξεχείλισε τελικά το ποτήρι (R2D2); Με τις αισθητικές επεμβάσεις. Όχι εξαιτίας αυτών καθ’ αυτών αλλά, όσο
να ’ναι, έπαιξαν το ρόλο τους: Ήταν πριν δυο χρόνια που η Κλειώ μου πρότεινε να
επισκεφτούμε ένα πλαστικό χειρούργο, τον οποίο της είχε συστήσει μια φίλη, για
να «φρεσκαριστούμε».
«Τι είδους φρεσκάρισμα δηλαδή;», ρώτησα.
«Τίποτα σημαντικό», απάντησε. «Λίγα μαλλιά
να προσθέσεις που έχουν αρχίσει και πέφτουν…»
«Και εσύ;» τη διέκοψα.
«Εγώ…, εγώ…, ξέρει ο γιατρός μου…»
«Δε θα μου πεις;»
«Και λίγο το προκοιλάκι σου…»
Απέφευγε να μου πει τις σκέψεις της,
τουλάχιστον όσο αφορά τον εαυτό της. Καταλαβαίνω. Είναι λεπτά θέματα για κάθε
γυναίκα και φέρνουν αμηχανία. Ανόρθωση στήθους, βλεφαροπλαστική, ρινοπλαστική,
λιποαναρρόφηση… Η ηλικία. Ο κόσμος.
Καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω.
Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνω είναι το
ΓΑΜΗΜΕΝΟ το “Like a baby” που μου ζήτησε να χρησιμοποιήσω λίγο καιρό μετά τις επεμβάσεις μας! Αυτό
μου άναψε τα λαμπάκια και πήρε μπάλα και τ’ άλλα!
“Like a baby”. Η τέλεια αποτριχωτική κρέμα για την ευαίσθητη
περιοχή. “Like a baby”. Αφαιρεί από τη ρίζα τις τρίχες χωρίς τον παραμικρό πόνο! Εύκολα,
γρήγορα, ανώδυνα. Αλείφετε μικρή ποσότητα κρέμα “Like a baby” στην ευαίσθητη περιοχή, την αφήνετε να
δράσει για δέκα λεπτά και έπειτα την αφαιρείτε σα να ξεφλουδίζατε μια ώριμη…
μπανάνα! “Like a baby”. Και ξεχάστε τα ξυραφάκια και τον αισθητικό σας για δύο μήνες! “Like a baby”.
«Από τότε που δοκίμασα το “Like a baby” ένοιωσα πραγματικό… μωρό! Δεν ξαναπήγα
ποτέ πια στον αισθητικό μου».
“Like a baby”. Μόνο στα φαρμακεία.
«Το χρησιμοποιεί ο αντρούλης μου, αλλά και
ο… φίλος μου… Ε, Μάριε…;»
Μετά τον άγριο καβγά με την Κλειώ, και με
αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, κατέβηκα στο Μοναστηράκι, περπάτησα για να
χαλαρώσω στην «περατζάδα» προς Θησείο και κάθισα σε μια καφετέρια «του συρμού»,
στο Σιμόν ντε Πουρμπουάρ. Κατέβασα μια μπύρα απ’ το μπουκάλι βλέποντας τα
τρενάκια του ηλεκτρικού να περνούν. Νωχελικά. Τα τρενάκια.
Κατέβασα κι άλλη μία.
Αναρωτιόμουν πώς φτάσαμε ως εδώ, πώς
ξεκινήσαμε, πώς χάσαμε τα νιάτα μας στα γραφεία και τους υπολογιστές, και αν
βέβαια, αξίζει τον κόπο όλη αυτή η ιστορία. Και τι κέρδισα; Σπίτι, αυτοκίνητα,
ρούχα, ανέσεις, αξεσουάρ, και βέβαια, το κερασάκι όλων, το “Like a baby”, για να με γλείφει η Κλειώ από κάτω…
Κατέβασα και μια τρίτη μπίρα, πλήρωσα αφήνοντας
γερό… πουρμπουάρ και κατευθύνθηκα προς το παλιό δισκοπωλείο. Αγόρασα ένα διπλό
βινύλιο, ένα «live» του Miles Coltrane, από την πρώιμη περίοδό του.
Γύρισα σπίτι και πήγα στο σαλόνι. Η Κλειώ
έλειπε. Θα ’χε πάει για shoppin’ therapy.
Έβαλα το δίσκο να παίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου