Ήρθ' ο Κυριακή που τρώνε ψάρια
Να κοπιάσουμε στην εκκλησία
Για ν΄ ακούσουμε χρυσά βιβλία.
Βγάτε σας παρακαλούμε
Για να σας διηγηθούμε
Για να μάθετε τι εγίνει
Σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερα έρχετ' ο Χριστός
Ο επουράνιος θεός
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρον τον αδελφόν τους
Και πολύ αγαπητόν τους
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησ' ο Χριστός για να ρθει
Και βγήκε η Μαρία
Έξω από τη Βηθανία.
Και μπρος Του γονυκλινεί
Και τους πόδας του φιλεί.
«Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαιν' αδελφός μου.
Μα και τώρα γω πιστεύω
Και καλότατα ηξεύρω,
Ότι δύνασ' αν θελήσεις
Και νεκρούς να αναστήσεις».
Λέγει : «Πίστευε Μαρία.
Άγωμεν εις τα μνημεία».
Τότε ο Χρηστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει.
«Άδη, Τάρταρο και Χάρο,
Λάζαρον θε να σου πάρω.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλε και αγαπητέ μου».
Λάζαρος απελυτρώθη
Ανεστήθη και σηκώθη,
Ζωντανός σαβανωμένος
Και με το κερί ζωμένος.
Πες μας, Λάζαρε τι είδες
Εις τον Άδη όπου πήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδιάς, των χειλέων
Και να μη ρωτάτε πλέον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου