Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου