Μια ιδιαίτερη παράμετρος του εκφυλισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που ανάγεται βέβαια στο κοινωνικό επίπεδο, είναι η αδράνεια της διανόησης και ο εκμαυλισμός των ανθρώπων της τέχνης, που διαγκωνίζονται χαμερπώς για μια θέση στον ακαδημαϊκό στίβο ή για τη συχνή τους παρουσία στον τηλεοπτικό φακό και τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων, αντί να αναπτύσσουν μια συνεπή κριτική στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Έτσι, στερούν από την κοινωνία τα θεωρητικά και ιδεολογικά ερείσματα που θα της επέτρεπαν να αναπαράγει και να εξελίσσει μια ανοιχτή συζήτηση για τη δημοκρατία και τις προοπτικές της, που και τους φορείς της εξουσίας θα προβλημάτιζε - και τρόπον τινά θα έλεγχε - και τους πολίτες θα κρατούσε σε εγρήγορση.
«Οι διανοούμενοι είναι οι τσιρλίντερς της εξουσίας». Ο Νόαμ Τσόμσκι έχει, στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, θέσει το ζήτημα με αυτόν τον προκλητικό αφορισμό που, πολύ φοβόμαστε, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: έπαψαν να υπάρχουν διανοούμενοι με ηθικό ανάστημα ή το ανάστημα των διανοουμένων δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπίσει τον αφύσικο γιγαντισμό της εξουσίας; Η ίδια η περίπτωση του Τσόμσκι συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εικασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί κανείς να αποκλείσει και την πρώτη. Θα λέγαμε ότι συμβαίνουν και τα δύο.
Το αστικοδημοκρατικό πολιτικό σύστημα της μεταβιομηχανικής εποχής έχει αναπτύξει τέτοιους μηχανισμούς χειραγώγησης και εκμαυλισμού που είναι σχεδόν δύσκολο να τους αντιπαρέλθει ακόμη κι ένας υγιής ηθικά και ρωμαλέος πνευματικά διανοούμενος. Πολιτική ηγεσία, οικονομικό κατεστημένο και μέσα μαζικής ενημέρωσης σε αγαστή συνεργασία έχουν συναρμολογήσει τον πιο αποτελεσματικό πολιορκητικό κριό από καταβολής κόσμου. Τους πιο ευεπίφορους στον καριερισμό και την αναρρίχηση διανοούμενους τους εντάσσουν πολύ εύκολα στο ιεραρχημένο ακαδημαϊκό σύστημα, όπου η αμοιβή συσχετίζεται με την παραγωγικότητα σε τεχνικά αποτελέσματα, άμεσα αξιοποιήσιμα στον ευρύτερο χώρο της τεχνολογίας και της οικονομίας, και η ανέλιξη ταυτίζεται με την ευκαμψία και τη δουλικότητα, καθώς καμία ατομική πορεία δεν εδράζεται αποκλειστικά στην ικανότητα, αλλά τροχιοδρομείται στις ράγες της συντεταγμένης πολιτείας και του πολιτικώς ορθού.
Οι ξεχωριστές εκείνες περιπτώσεις των πνευματικών ανθρώπων που είναι σε θέση να υπερβούν τον κλοιό και να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο, εκθέτοντας τις δυνάμεις της εξουσίας και ανάγοντας εαυτούς σε απειλή με όποιο κόστος, αντιμετωπίζονται με δύο τρόπους που κλιμακώνονται ανάλογα με τις αντιστάσεις. Αρχικά, το τριαδικό δίκτυο πολιτική – οικονομία – δημοσιότητα τους χρίζει πολιτιστικούς ταγούς, προσδίδοντάς τους αποχρώσεις τηλεοπτικού σταρ και πρεσβευτή καλής θέλησης, με σκοπό την δια του εκμαυλισμού απενεργοποίησή τους. Γιατί ως γνωστόν πολλοί το χρήμα εμίσησαν, τη δόξα όμως κανείς. Αν βέβαια, παρ’ ελπίδα, αυτό δεν πιάσει, τότε το δίκτυο προχωρά συντεταγμένα στο επόμενο επίπεδο δράσης που ακούει στο κωδικό όνομα «φίμωση». Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι ο δυναμικός διανοούμενος είτε αποκλείεται από όλους τους «έγκυρους» και «έγκριτους» αγωγούς δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να καταφεύγει, θέλοντας και μη, σε περιφερειακά μέσα μικρής εμβέλειας προσδίδοντας στο λόγο και την παρουσία του στοιχεία γραφικότητας, είτε, στη χειρότερη περίπτωση, κατασυκοφαντείται συστηματικά από πληρωμένους γραφιάδες – τα γνωστά, πάντα πρόθυμα, τσιράκια της εξουσίας και αστέρες της εγχώριας ή διεθνούς δημοσιογραφίας – μέχρις ότου να πειστεί και ο τελευταίος πολίτης πως δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από έναν παράφρονα μυθομανή με τάσεις αυτοπροβολής.
Προς επίρρωση των παραπάνω διαπιστώσεων παραθέτουμε αυτούσια την διευκρινιστική εισαγωγή των επιμελητών στο βιβλίο «Σημειώσεις για τον αναρχισμό» του Ν. Τσόμσκι από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, όπου περιλαμβάνεται και μία συνέντευξη του συγγραφέα: «Η συνέντευξη του Νόαμ Τσόμσκι που ακολουθεί, δόθηκε τον Φλεβάρη του 2000 στον David Barsamian για λογαριασμό του ιστορικού αμερικανικού εβδομαδιαίου περιοδικού της ριζοσπαστικής αριστεράς “The Nation” και δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 24ης Απρίλη 2000. Ο Νταίηβιντ Μπαρσάμιαν είναι διευθυντής του Εναλλακτικού Ραδιοφώνου στο Μπόουλντερ του Κολοράντο. Η συγκεκριμένη συνέντευξη του Νόαμ Τσόμσκι δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στην εφημερίδα τα “Νέα”, την Τρίτη 25 Απρίλη 2000, κομμένη στο μεγαλύτερο μέρος της και σε πολλά σημεία αλλοιωμένη, κάτι που μας κάνει ακόμη μια φορά να τονίσουμε πόσο καχύποπτοι πρέπει να είμαστε όταν διαβάζουμε κείμενα ή συνεντεύξεις ριζοσπαστών διανοητών στα υποτιθέμενα αντικειμενικά έντυπα ή μη μέσα πληροφόρησης» .
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός πως προσωπικότητες με τη διαύγεια, την ηθική ειλικρίνεια και το αγωνιστικό σθένος ενός Ράσελ, ενός Ζολά ή του Μίκη Θεοδωράκη των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70 σπανίζουν όλο και περισσότερο. Το φαινόμενο αυτό όσο και αν το αποδίδουμε στην κοινωνική μηχανική και στην ισχύ της εξουσίας ενέχει και ένα σοβαρό ποσοστό ευθύνης για τους ίδιους τους διανοούμενους. Αδυνατούν να υπερβούν το εγωιστικό τους κίνητρο – στοιχείο που κατά βάση προάγει τον διανοούμενο σε πνευματική προσωπικότητα κύρους και εμβέλειας – και να αντιληφθούν ότι η υφιστάμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο και πλέον καθίσταται ως δημοκρατία ψευδεπίγραφη. Βολεμένοι στις τιμές και τα αξιώματα και αναπαυμένοι στην ιδέα πως απολαμβάνουν τη μέγιστη δυνατή ελευθερία αρνούνται να δουν, ή κάνουν πως δεν βλέπουν, ότι για να περάσουμε από την εκφυλισμένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε μια όλο και πιο γνήσια άμεση δημοκρατία χρειάζεται ένας νέος Διαφωτισμός. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί από τους διανοούμενους να βγούνε από τη νάρκη τους και την ωφελιμιστική θεώρηση της θέσης τους και να παίξουν το ρόλο που η δημοκρατία απαιτεί από αυτούς, το ρόλο δηλαδή του αφυπνιστή της συνείδησης του πολίτη. Να πάψουν επιτέλους να συναλλάσσονται με τις καθιερωμένες εξουσίες του αντιπροσωπευτικού συστήματος και να έρθουν σε κριτική αντιπαράθεση μαζί τους, χρησιμοποιώντας την επιστημονική τους επάρκεια και την διορατικότητά τους για να τις απογυμνώσουν. Με άλλα λόγια, να πάψουν οι ίδιοι να αποτελούν μέρος ή εξάρτημα αυτών των εξουσιών.
«Όλοι οι πολίτες διανοούμενοι». Αυτό θα μπορούσε να είναι το κεντρικό σύνθημα αυτού του νέου κινήματος διαφώτισης με στόχο την ειρηνική μετάβαση στην άμεση δημοκρατία. Κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτεί την πρωτοποριακή, ανατρεπτική και επίμονη δράση των διανοουμένων, όχι όμως όπως στο παρελθόν, για να αναδειχτεί μια νέα αλήθεια που πολύ γρήγορα θα μεταβληθεί σε νέα πηγή εξουσίας, αλλά ακριβώς για να καταδειχτεί ότι αιώνιες και αναλλοίωτες αλήθειες δεν υπάρχουν και πως κάθε πολίτης είναι σε θέση να διεκδικήσει και να επιβάλλει μέσα από ανοιχτές και άμεσες δημοκρατικές διαδικασίες τη δική του αλήθεια, θέτοντάς την στην κρίση των συμπολιτών του. Με άλλα λόγια, αντικειμενικός και στρατηγικός συνάμα στόχος των διανοουμένων, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι η διάχυση της γνώσης και της πληροφορίας σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, έτσι ώστε όλοι οι πολίτες να γίνουν διανοούμενοι, όχι με την στενή έννοια της πνευματικής πρωτοπορίας που συνηθίσαμε να προσδίδουμε στον όρο, αλλά με την έννοια του διανοητικά συγκροτημένου, γνωστικά κατατοπισμένου, καλά πληροφορημένου και υπεύθυνου πολίτη. Ή, για να το θέσουμε πιο συνοπτικά, του ολοκληρωμένου πολίτη, που θα είναι ικανός να αναλάβει πλήρως την ευθύνη της ύπαρξής του και τη συνευθύνη για την πορεία του είδους του.
Γιατί, κακά τα ψέματα, στο παρελθόν οι πνευματικές πρωτοπορίες έπαιξαν έναν ρόλο αμφίσημο. Από τη μια, οδήγησαν τις κοινωνίες στο να επαναστατήσουν και να πραγματοποιήσουν τεράστια βήματα προόδου - αρκεί κανείς να αναλογιστεί ως προς αυτό τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα τόσο της Γαλλικής όσο και της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και των άλλων μικρότερης κλίμακας επαναστάσεων των τελευταίων αιώνων - και από την άλλη διατήρησαν για τον εαυτό τους μια προνομιακή θέση δίπλα στην εξουσία, καταδικάζοντας αυτό που οι ίδιες αποκαλούσαν περιφρονητικά «μάζα» - που θεωρητικά σε μια δημοκρατία δεν είναι παρά το σώμα των πολιτών – σε ισόβια καθοδήγηση, αρνούμενες να δεχτούν ότι αξίζει κάτι περισσότερο. Αυτή η αντίληψη περί υπεροχής της διανόησης έναντι των υπολοίπων ανθρώπων έχει αριστοκρατική καταγωγή και ξεκινώντας από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, όπου η εξουσία αποδίδεται χωρίς περιστροφές στουςλ φιλοσόφους, διατρέχει όλα σχεδόν τα φιλοσοφικά ρεύματα και φτάνει μέχρι τον μαρξισμό και κυρίως τις διάφορες μεταλλάξεις του (λενινισμός, σταλινισμός), που – τι ειρωνεία – απέβλεπαν στο πιο εξισωτικό σύστημα που επινοήθηκε ποτέ. Αν όμως όλη αυτή την παράδοση τη δικαιολογούσε στο παρελθόν κάπως το χαμηλό πράγματι μορφωτικό επίπεδο και οι αντικειμενικές δυσκολίες πρόσβασης των ανθρώπων στη γνώση, σήμερα δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία για την διαιώνισή της. Οι διανοούμενοι οφείλουν να κατέβουν από το βάθρο των ελίτ και να γίνουν οι πρωτοπόροι της αυτοκατάργησής τους και μαζί της κατάργησης όλων των ελίτ. Να διακηρύξουν και να διαδώσουν τη μία και μοναδική, δημοκρατικά αποδεκτή, αλήθεια: ότι δεν υπάρχει αλήθεια. Να πείσουν και τον πιο δύσπιστο πολίτη ότι μπορεί και εκείνος να γίνει διανοούμενος.
Με αυτό τον τρόπο μπορούν να επαναεπιβεβαιώσουν τον ρόλο τους και να γίνουν οι πραγματικοί πρωτοπόροι του τέλους των πρωτοποριών και της αρχής μιας νέας δημοκρατικής κοινωνίας ισότιμων, αυτόνομων και αυτοδιαχειριζόμενων πολιτών, που θα βλέπουν την ατομική τους πρόοδο ως συμβολή στη συλλογική και τη συλλογική ως προϋπόθεση για την ατομική.
Βαγγέλης Κάλιοσης, Η κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, εκδ Χρ. Δαρδανός, Αθήνα 2010, σ 75-78.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου