του Χαράλαμπου
Γιαννακόπουλου
Ι.
Όλοι στο σπίτι πήγαν να κοιμηθούν,
αφήνοντάς με
στη μοναξιά
εκείνη που αρμόζει σε σκέψεις πιο
στρυφνές· και
μόνο πλάι μου γαλήνια στην κούνια του
κοιμάται το
νεογέννητο παιδί μου. Πόσο ήσυχα είναι!
S.T. Coleridge
Τις νύχτες
πάντα αργώ να κοιμηθώ,
που εσύ
κοιμάσαι γερμένος στο δεξί σου το πλευρό
και με τα
χέρια έξω απ’ τα σκεπάσματα
και την ανάσα
σου ζεστή ανάμεσα στα χείλη.
Μπαίνω αθόρυβα
μες στο δωμάτιο,
φιλάω το
μάγουλό σου απαλά
και σε σκεπάζω
να μην ξυπνήσεις
από την
παγωνιά που κυριεύει, κοντά στα ξημερώματα,
τον ύπνο των
αθώων και τον ύπνο των παιδιών.
Τις νύχτες
πάντα αργώ να κοιμηθώ,
μένω ξύπνιος
καθισμένος στο γραφείο μου
μ’ ένα ποτήρι
πλάι μου
και προσπαθώ
να βρω την αρχή και την κατάληξη
δεκάδων
αφηγήσεων που κρύβει το μυαλό μου
και τη
συνέχεια φράσεων σκοτεινών
που ηχούν
παράξενα μέσα στον νου
κι εγώ ο ίδιος
απορώ με την επιμονή τους.
Κοιτάζω τη
μαύρη θάλασσα κάτω απ’ τον μαύρο ουρανό,
και
ονειρεύομαι ταξίδια στο Παρίσι και στη Νέα Ορλεάνη,
στη Βαρκελώνη
και στην Καλλιδρομίου,
στη Λισαβόνα
και στην Αγία Παρασκευή·
ή αγκαλιάζω
τρυφερά και φιλώ τα χείλη
Εκείνης που,
άλλες τόσες νύχτες, με τα μάτια
και τα χάδια
της, με τους γυμνούς της ώμους
και το απαλό
της δέρμα
με κάνει
ευφρόσυνα στο πλάι της να αγρυπνώ.
Σπρώχνω στην
άκρη το πληκτρολόγιο
και διαβάζω
ξανά την Ιλιάδα
και τα αέρινα
ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη
(πάλι ο ήσυχος
ο αχώριστος της σιωπής
βρίσκομαι στη
φωλιά μου), καθαρίζω ένα μήλο
και πίνω
δροσερό κρασί από τη Μαντινεία.
Και δεν
κοιμάμαι τις πιο πολλές φορές
προτού να πάει
η ώρα δύο ή τρεις τα ξημερώματα –
για να τρέξεις
εσύ και να χωθείς στο κρεβάτι μου
γελώντας, κατά
τις επτά το πρωί,
και ν’ αρχίσει
η καινούρια μέρα.
Τις νύχτες
πάντα αργώ να κοιμηθώ,
που εσύ
κοιμάσαι όμορφα
γερμένος στο
δεξί σου το πλευρό
και
ονειρεύεσαι, κάτω από τα κλειστά σου βλέφαρα,
σοκολάτες και
πλεούμενα με κόκκινα πανιά,
Coney Island of the mind και ιπτάμενα χαλιά
αναίμακτους
πολέμους με τα ξύλινα σπαθιά
ή προβάρεις
μέσα στο όνειρο
το οργισμένο
βλέμμα των δεκαεπτά χρονών
που ακόμη δεν
έχεις στρέψει κατά πάνω μου.
ΙΙ.
Μια φορά μήπως
δεν είχα νιότη αξιαγάπητη,
ηρωική,
μυθική, γραμμένη σε φύλλα χρυσού,
περίσσια τύχη!
Arthur Rimbaud
Απόψε όμως
ξεφυλλίζω, μετά από χρόνια,
το ίδιο εκείνο
αντίτυπο των ποιημάτων του Ρεμπώ
που έχω απ’ τα
δικά μου δεκαεφτά
(ονειρεύτηκα
σταυροφορίες, άγραφες
εξερευνήσεις,
δημοκρατίες χωρίς ιστορία,
θρησκευτικούς
πολέμους αποσοβημένους, επαναστάσεις
ηθών, αποκοπές
φυλών και ηπείρων. Πίστεψα
σε κάθε δυνατή
μαγεία. Ανακάλυψα
το χρώμα των
φωνηέντων)
παρατάω, για
μια μακριά στιγμή, το διάβασμα
για να κοιτάξω
το λεπτό εξώφυλλο,
που είναι
μεριές-μεριές τσαλακωμένο
και
μεριές-μεριές λερωμένο
από τότε που
όλη την ώρα το κουβαλούσα
στην τσέπη του
μπουφάν μου και στην τσάντα μου
όπως, λίγους
μήνες νωρίτερα
λίγους μήνες
αργότερα, τη Νάντια
του Μπρετόν ή
τα ποιήματα του Εμπειρίκου
και του
Μπουκόφσκι τα λεκιασμένα σημειωματάρια.
Έτσι μεγάλωσα
κι αναρωτιέμαι,
κοιτάζοντας
απ’ το παράθυρό μου
το φλύαρο
σκοτάδι και τα σιγαλέα φώτα του δρόμου,
αναρωτιέμαι αν
θα είναι τα ίδια αυτά βιβλία
που και εσύ θα
χώνεις βιαστικά μέσα στην τσάντα σου
προτού να
βγεις από το σπίτι.
Μα όχι, δεν θα
‘μαι εγώ που θα σ’ τα δώσω·
θα είναι
κάποιος σύντροφος δικός σου,
ένα κορίτσι
απ’ το υπόγειο ή ένα αγόρι από τον κήπο,
μιας ηλικίας
σου που ακόμη δεν έχει φτάσει
και που ίσως
εγώ ποτέ να μη γνωρίσω,
που θα σου
ανοίξει την πόρτα για τη μεγάλη μέθη.
Όπως ήταν ο
Κοσμάς για μένα που, έναν καιρό,
με έξαψη και
ενθουσιασμό,
μου
πρωτομίλησε αυτός για τα βιβλία του Κέρουακ
και η Μαρία
μού τραγούδησε, πρώτη φορά,
τις θλιμμένες
μελωδίες του Leonard Cohen
και την
αγκάλιαζα εγώ τρυφερά.
Ποιο θα ‘ναι
το βιβλίο, ποιο θα είναι άραγε
το τραγούδι
που θα σε σπρώξει, άξαφνα μα τρυφερά,
να πάρεις την
πρώτη της ζωής σου απότομη στροφή;
Όπως οι Doors
έκαναν για μένα,
όταν τους
άκουσα πρώτη φορά
από μια
κακογραμμένη κασέτα του αδελφού μου
και άκουσα
ύστερα, μέσα σε λίγες μόνο μέρες,
όλες μαζί τις
κασέτες και τα βινύλια τού αδελφού μου
και ο κόσμος
όλος γύρισε ανάποδα
και άναψα το
πρώτο μου τσιγάρο για να ισορροπήσω.
Ήταν οι Led
Zeppelin τότε και ο Σαββόπουλος,
οι
Rolling Stones και ο Rory
Gallagher,
αυτοί που
έβαζαν φωτιά στα όνειρα και στις κουβέντες μας,
μα ήταν πάντα
το όνομα του Jim Morrison
που με τον
κόκκινο ή με τον μαύρο μαρκαδόρο
γράφαμε εμείς
πάνω στις τσάντες μας
και στα χακί αμπέχονα: Jim
Morrison is our father
και έτσι ήτανε
στ’ αλήθεια.
Ποιος θα
σταθεί για σένα αληθινός πατέρας,
όταν δεν θα
θέλεις πια να είμαι εγώ;
Ποιος θα σου
ψιθυρίσει στο αφτί
την ώρα του
πιο πληκτικού μαθήματος,
σαν να ‘ναι το
σύνθημα και το παρασύνθημα
για ν’
ανοιχτούν όλες οι πόρτες,
το όνομα του
Guy Debord
και το όνομα
του Ανδρέα Μπρετόν
ή τους
συνταρακτικούς στίχους του Άλεν
Γκίνσμπεργκ
και του Nick Cave;
Θα ‘θελα,
σκέφτομαι, να είμαι εγώ που κάποια
πρώτη του
Μαρτίου θα πλέξω τις τρεις κλωστές
που θα σε
φυλάξουνε από τον τρόμο και την ακινησία,
από την πλήξη
και την απελπισία
(τη γαλάζια,
την κόκκινη και τη λευκή κλωστή),
για να σου τις
φορέσω στον αριστερό καρπό:
Ποίηση Έρωτας
Ελευθερία, Ποίηση Έρωτας
Ελευθερία,
Ποίηση Έρωτας Ελευθερία.
Μα ξέρω πως το
μόνο που εγώ μπορώ είναι ποτέ
να μη βγάλω
από το δικό μου χέρι την ποίηση,
τον έρωτα, την
ελευθερία,
το μόνο που
εγώ μπορώ
είναι να μην
πάψω ποτέ ν’ αρνούμαι
ό,τι δεν είναι
ποίηση κι ό,τι δεν είναι έρωτας
κι ό,τι δεν
είναι ελευθερία.
Και να μην
πάψω ποτέ να αγαπάω παράφορα
και να
ονειρεύομαι εξαίσια
και να
περιπλανιέμαι απερίσκεπτα
και να σε
ακούω ακούραστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου