Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μιλούσε
για τον Έλληνα που δούλευε στο
συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τά ’φεραν αυτοί
που δούλευαν στο λατομείο κι είδαναπό κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε
κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να
τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι
παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν. Τέτοια νέα
αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας.
Εμείς μάθαμε «τι έγινε» από τους Σέρβους
μιναδόρους που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα. Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ.
Ο Ες-Ες επικεφαλής του συνεργείου των
τιμωρημένων είχε ώς εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά Εβραίους και Ρώσους
αιχμαλώτους πολέμου.
Μόλις κάποιος παραπατούσε, έβαζε τους άλλους να
τον σύρουνε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες-Ες τον έχωνε ανάμεσα στο
φράχτη και τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σ’ ένα μπλοκ: «Ο υπ’ αριθ. 137.566
κρατούμενος αποπειραθείς να δραπετεύσει εξετελέσθη επί τόπου». Αυτή τη σημείωση
την κρατούσε για τη βραδινή αναφορά. Έγραφε, όμως, άλλη μια και την καρφίτσωνε πάνω στον
σκοτωμένο: «Μόνο η πειθαρχία οδηγεί στην ελευθερία».
Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος παραπατά.
Ο Αντώνης τού ’καμε νόημα να
πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε
το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε το αγκωνάρι του
Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες-Ες
τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα
σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες τον πλησίασε και
του είπε ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες-Ες έβγαλε το περίστροφο, τό
’χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε. Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια
πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και
το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν’ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε
τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να
ξαναφορτωθούν αγκωνάρια ο Ες-Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός
ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, τό ’δειξε στον
Αντώνη και είπε: «Αυτό είναι δικό σου».
Ο Αντώνης κοίταξε τ’ αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες,
ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δεν βλέπανε,
πως δεν ακούγανε… Στο Μαουτχάουζεν το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ήτανε νόμος.
Τρέμανε για το τι θά ’βγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί φιρί… Ο
Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ’ τη θήκη, τό ’τριβε νευρικά στο παντελόνι
του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο
μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες.
- Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε.
Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ώς το βράδυ, σ’
όλα τα κουβαλήματα ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα
πιο βαριά αγκωνάρια.
Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία,
βαριότανε. Κι όταν κανείς ερχόταν νατον δει και να του πιάσει κουβέντα, έπαιρνε το
ψωμί ή το τσιγάρο που του φέρνανε κι ύστερα έλεγε: «Άι παράτα μας τώρα… Παρτί…
Ράους… Τι το κάναμε δω, θέατρο;». […]
Άλλοτε πάλι αναρωτιόμασταν «πώς και τη γλίτωσες,
ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!». Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως
«από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Τό ’χω παρατηρήσει
αυτό… Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’ τους».
— Ποιο μηχανάκι;
— Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι
που τους το βάζουν στη σχολή των
Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν
μέσα το μηχανάκι πού ’χει εφεύρει ο Χίτλερ.
— Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι;
Ξαναρωτούσαμε.
— Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας
πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι
άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε
φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ες- Ες να μη σκυλιάσει άμα δει έναν κρατούμενο να
βοηθά τον άλλο; Αν τύχει πια και κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον
κόρφο του!... Να τι κάνει το μηχανάκι!... Τους βγάζει απ’ το κανονικό!
— Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη
χάρισε;
— Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα
χαλάσει, κλάψ’ τους!
Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, Κέδρος, Αθήνα
1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου