πόσους Χριστούς θα στείλεις στο σταυρό.
Σκαρώνεις πλίνθους,
στρώνεις λιθόστρωτα να τα μονοδρομείς
προς τ’ αναπότρεπτο μαρτύριο του οφειλέτη.
Βουβός κλαυθμός και οδυρμός
τ’ απόγευμα στο δένδρο.
Ξεχειλωμένες πλαδαρές λαότητες
λιώνουν σανδάλια,
με γόνατα καμήλου εκλιπαρούν
για έναν σου ασπασμό στο μέτωπο
που πλέον χάσκει λεκιασμένο.
Ευρώπη, Ευρώπη,
αγρέ του κεραμέως και αγριοσυκιά
ήρθε η σειρά σου για να λικνιστείς
γιατί είσαι σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα του Ισκαριώτη.
Δεν θα το εγκαταλείψω τούτο το καράβι.
Φέρω κάτι απ’ την ψυχή του κι αυτό απ’ τη δική μου.
Κι ας οι σύντροφοι, σωσμένοι πια, τείνουν χέρι βοηθείας πάν’ απ’
τις φραγκικές γαλέρες.
Χρυσοποίκιλτες φαντάζουν από μακριά λαμπιρίζοντας στου ήλιου
τη φωτοβολιά.
Πολύχρωμες σημαίες και φινέτσα μα τ’ αμπάρια, ολόιδια τέναγος,
ξεχειλίζουν φενάκη.
Τόση τύφλωση α δ έ ρ φ ι α ή χάσμα οικειοθελές.
Εφήμερα νηπενθείς, δίχως άλλο...
Μόνο τ’ όνομά σας θα θυμίζει την αφετηρία σας, αν κι αυτό με τον
καιρό, θα τ’ αναπροσαρμόσετε στα νέα δεδομένα.
Διόλου πρόνοια για την ημέρα της απολογίας.
Άλλωστε, το τομάρι εσώθη…
Δεν ορρωδώ απ’ του βυθού τη σκοτεινιά -των συντρόφων
π υ κ ν ό τ ε ρ η- μήτε θα το εγκαταλείψω το ρημάδι πριν του
βυθού το τέλμα.
Μ’ άλλοι προετάθησαν για καπετάνιοι, άλλ’ είχαν το τιμόνι.
Ω! εσύ ηπιότερο των Σοδόμων και Γομόρρων θέαμα από τούτης
της φευγάλας.
Πρώτους τους αντίκρισα καβάλα πάν’ στις σωστικές να βάζουν πλώρη
για τη δύση μη ρίχνοντας ούτ’ ένα βλέμμα πίσω, απούσες κι οι
ερινύες.
«Μυθεύματα αργόσχολων χλαμυδοφόρων…», θα πουν.
Μα τι ρωτώ αφού ξέρω…
Τι ψυχή έχουν εξήντα ψυχές στην αιωνιότητα, απειροστημόρια.
Αυτοί θα ’ναι νεκροί, οι άλλοι θα σωπάσουν και οι τυχόντες επίμονοι,
γραφικοί θα χαρακτηριστούν.
Πως η θαλασσινή άρμη διαγούμισε πέραν απ’ τις σάρκες και τη
φρόνησή τους.
(Δεν είναι η στιγμή κατάλληλη για ολιγοπιστίες)
Δεν το εγκαταλείπω τούτο το καρυδότσουφλο, μιας και φέρει κάτι
απ’ την ψυχή μου και ‘γω απ’ τη δική του.
Μονάχα για στερνή φορά κι όσο προφταίνω ακόμη, θ’ αφεθώ για να
ξεσπάσει το παράπονο ωσάν μια καταιγίδα, συμπαρασύροντάς
το στη δίνη του λυγμού μου.
Και που ξέρεις, ίσως…
φωτισμένοι, θαυμάσουν το ωραίο τούτο ναυάγιο και ανασύροντάς το
ξανά στο φως, όπου πραγματικά ανήκει, του χαρίσουν τις ρότες
που τ’ αρμόζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου