Κομμάτι να ξαποστάσω
απ’ το κυνηγητό του χρόνου,
μια στάλα ν’ ανασάνω
απ’ την προσμονή και το ονειροπόλημα
μιας ξέχωρης δικής μου μέρας.
Προτρέχω να προλάβω
την τόσο κοντινή επόμενη στιγμή,
πιο πέρα τη συνέχεια ν’ αγναντέψω,
μα δεν τα καταφέρνω
κι αυτόμολος δικάζομαι
στη βεβαιότητα του απρόσφορου,
στης μοναξιάς το ανέφικτο
και του αυτοπροσδιορισμού τη δίνη.
Απροσπέλαστος ο χρόνος στη μονιμότητά του,
αδυσώπητος στο άκαμπτο μέτρημά του
κι ανελέητος στην ευστάθεια του ρυθμού του.
Και πώς να προλάβω μνήμες να φτιάξω,
θύμησες να μαζέψω,
μπροστά από το αύριο,
από το χθες πιο κείθε
με μια συναίσθηση κοντή και γνώση μετρημένη;
Στεριώνω μια παραδοχή στη φυγή,
στην αποζήτηση την άρνηση φτερώνω
κι επιμένω να επισκοπώ και ν’ αναρωτιέμαι
με μια βασανιστική επιτήδευση
και πάλι στην ουτοπία και τα προσχήματα να σταθώ,
στην ανημπόρια αντέρεισμα να θεμελιώνω
και ασυγχώρητο το ξάφνιασμα στην απορία,
στα ύστερα να αποποιούμαι.
Το θέσπισμα προσήγορη δοκιμή
τα αναπάντητα βεβαίωση και αρχή,
μετανιωμός η διεκδίκηση
και η συνέπεια προσφυγή,
σε μια αέναη του χρόνου και δική μου διαφυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου