Σύννεφο κι εγώ
κουβαλάω βροχή κι ομίχλη.
Τόσα χρόνια χωρίς γη.
Δεν γνωρίζω από πού ήρθα.
χωρίς στεριά.
Ο άνεμος μού δίνει σχήμα και ζωή
λες κι είμαι δέντρο,
με τόσες υποταγές
κι άλλες τόσες εξεγέρσεις.
το άγνωστο,
προσδοκώντας έναν θεό.
Εξακολουθώ να είμαι χώμα και νερό.
Άχρηστα τα φτερά σε ουρανό μικρό.
-όταν παντρεύονται
ουρανός και γη-
η θλίψη του ταξιδιού με πλημμυρίζει.
Ορθάνοικτη φυλακή η ζωή μου.
να κοπάσει μέσα μου η θάλασσα…
Φύλλα δέντρου το φθινόπωρο
οι μικροί μου θάνατοι.
Τόσο μικρή πια,
ίσα που χωράω στο σώμα μου.
Λύπη, φόβοι και καημοί
συμπαγή πετρώματα με τον καιρό.
-μεγάλες ήττες που με γέρασαν.
θα πορευτούν περιγελώντας με.
Πώς να κρατήσω νύχτες καλοκαιρινές;
Τα χέρια ν’ απλώσω ν’ αγγίξω άστρα;
Λαιστρυγόνες με θέλουν αλυσοδεμένη
στο παγωμένο χέρι του χειμώνα;
Το κρασί του έρωτα που με μέθυσε
Κι εκείνη η κόκκινη φλέβα
Ποτάμι
Που παρασύρει η λήθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου