Με ρώτησες για την αθωότητά μου, τα χρόνια που ήμουν παιδί, ένα μικρό κορίτσι. Τότε, δεν ήσουν γεννημένη… Δεν είχες ακόμη αντικρίσει τον ήλιο, το φεγγάρι, τα άστρα. Δεν ήσουν πουθενά και τίποτα… Ίσως, ήσουν ένα μικρός σπόρος λουλουδιού στα σπλάχνα της μάνας και του πατέρα. Εγώ ζούσα σε ένα όμορφο λιβάδι, μα εσύ κατοικούσες σ’ ένα σκοτεινό κήπο. Εγώ τσαλαβουτούσα στα καθαρά νερά της λίμνης κι εσύ έκλαιγες σιωπηλά σε άγνωρους ωκεανούς. Πιθυμούσες να βγεις απ’ την κρυψώνα σου. Να γνωρίσεις αυτούς που κυοφόρησαν τη ζωή σου.
Η πρώτη μου δασκάλα ήταν η μητέρα μου. Ήταν η γυναίκα εκείνη που με κανάκεψε και τραγούδησε για μένα∙ που χτένισε τις πλεξούδες μου κι έπλεξε άστρα στα μαλλιά μου∙ που έδωσε όλο το γάλα της και μ’ αποκάλυψε αιώνια μυστικά. Έπαιζα μαζί της κι εκείνη απολάμβανε τα φιλιά μου. Ήταν περήφανη για μένα μα περισσότερο περήφανος ήταν ο πατέρας. Εκείνος με δίδαξε να εξασκώ τις αισθήσεις μου. Να τολμώ το αδιανόητο. Να καβαλικεύω το άλογό του, το μαύρο και δυνατό. 'Ελεγε πως ήμουν το δεξιό του χέρι, η προέκταση της ουρά του, επειδή ονομαζόταν Κολοβός... μα η ουρά του αλόγου του, ήταν μακριά, σαν την προέκταση του χεριού του, και χτυπούσε δυνατά κι αγριεμένη τον αέρα. Τις Κυριακές με έπαιρνε μαζί του. Πηγαίναμε στην εκκλησιά. Ακούγαμε ψαλμωδίες κι έπειτα παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στο φιδωτό μονοπάτι.
Τα πρωινά έβγαινα στα σκαλιά φορώντας το κόκκινο φουστάνι μου. Πατούσα τα πόδια μου γερά στα σκαλοπάτια. Τάιζα ηλιόσπορους τα περιστέρια. Η φύση ζούσε μέσα μου. Μα- θήτευσα στο πλάι της. Προσπάθησα να μεταφράσω τη γλώσσα της. Να αφουγκραστώ τις κραυγές της, μαζί να καταγράψουμε τα αγαπημένα μου παραμύθια.
Πάντα αγαπούσα τη φύση και η ζωή μου ήταν όμορφη και τότε και τώρα. Το παρελθόν μου ήταν καλό και το παρόν μου καλύτερο. Με ευχές αποχαιρέτησα την παιδικότητα μου γευόμενη τις χαρές της αθωότητας και το αντίδωρο μου επιμένω να το φυλώ σε παιδικά αλέκιαστα χέρια.
20 Μαρτίου 2016
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Τα χέρια σου, δεν άγγιξαν ποτέ, βελούδο και μετάξι. Μήτε τους κόμπους της γραβάτας καλοπιάσανε. Νωρίς παστώθηκαν στην άλμη της ζωής κι από τη γέννα τους αντάμωσαν του χώματος τη δράση… κι έγιναν τα χέρια σου, δέντρων κορμοί, κλαδιά που αγκάλιαζαν γη κι ουρανό, γροθιές που γκρέμιζαν τοίχους, μυστριά που έκτιζαν τον κόσμο γύρω μας. Κι έγερνε η νύχτα να ξεκουραστεί και φούντωνε εντός σου ο πόθος της ανατολής. Σήκωνες τα μανίκια, αχάραγο ριχνόσουν στη δουλειά και φώλιαζε στις φούχτες σου τ’ αρματηλάτη ήλιου το φως. Ύψωνες τα χέρια, φάρδαινε ο ορίζοντας, άνοιγαν οι κρουνοί να ποτιστούν τα όνειρα, να ριζώσουν. Ξεγέλασες τη λήθη μ’ ένα πρόσφορο και ζωοφόρο μύρο χύθηκε απ’ τα χέρια σου. Οι προσευχές, μαντατοφόρα πουλιά γινήκαν τ’ ουρανού που φούσκωσαν τις φλέβες της ζωής. Ποτίστηκε η διψασμένη μας ψυχή κι άνθισε γύρω μας η απελέκητη πέτρα, προκόψανε οι κήποι μας.
Με τα αργασμένα χέρια σου, απαλά ύφαινες, πόντο πόντο, το χαλί της ψυχής μας απλώνοντας δίχτυ προστασίας μη μας πατήσουν λασπωμένα πόδια, μη μας σφαλίσουν μάτια, στόμα, αυτιά. Ομπρέλες στο ανεμόβροχο, τα χέρια σου, κορφόκοψαν τα γιασεμιά και ευωδίασε η πλάση. Δάκρυσε η κληματαριά και γιάνανε στα χέρια σου οι πληγές της‧ γιγάντωσε το μπόι της και γείρανε μεθυστικούς καρπούς οι κληματόβεργες. Μέλισσες γυρόφεραν της άξιας νιότης τους ανθούς. Ορμητικό νερό της βιωτής σου ο αγώνας. Αποφασιστικό ποτάμι που βράχια ξέσχιζε και συναντούσε τη θάλασσα της υπομονής. Ένας άνθρωπος, υπεράνθρωπος, ήσουν, που αγωνίστηκε με την ψυχή στα δόντια και κέρδισες τους πιο σκληρούς αγώνες της ζωής. Κέρασες, με τα δυο σου χέρια, γλυκό κρασί τα χείλη μας κι έκαμες το διάβα μας ανθοφόρο ορίζοντα γιομάτο αμαρυλλίδες, χρυσάνθεμα, κυκλάμινα και γιασεμιά, λες κι ήτανε γραφτό να γίνουνε έτσι.
Τα χέρια σου, πύρωσαν τις παγωνιές κι η άνοιξη, ακόμη, αντέχει!
Κυριακή, 6 Οκτωβρίου 2019
Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου, Παύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου