Απλώθηκε σα σκιά απειλής και ησυχίας μεγάλης, όταν μέσα της
βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θα ‘ρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα
κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου κι αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα
που διακρίνεις
Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα και τα άλλα
που το θάνατο ετοιμάζουν;
Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει
Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους
περνάει από τη γη
Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας – τι γρήγορα – τις ζώνες του καιρού
Όχι με μιας
Με πάλεψε, σ’ όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοια του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς
Τώρα εκεί θα κατοικεί τ’ ωραίο πουλί
Σ’ ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου