ριζωμένα στα στήθη της
κι ένα δαχτυλίδι στη μέση
να τη σφίγγει
και να της κόβει την ανάσα
Ζήτησα και μια τριήρη να κρατά στα χέρια της
και δυο Συμπληγάδες καρφωμένες στα πλευρά της
να μπορώ να κωπηλατώ στο παραμύθι της
Με απαξίωσε ίσως
Μπορεί και να ήμουν αχάριστη σε τέτοιο δώρο
Κι έμεινα στο βουβό λιμάνι
να κοιτάζω ένα συνηθισμένο ηλιοβασίλεμα
που με τίποτε δεν ήθελε ποίημα να γίνει
Κι έμεινα βουβό λιμάνι κι εγώ
να καρτερώ ταξίδια ανέφικτα
να αναθεματίζω κάβους και αρμυρίκια
και σάπιες βάρκες με της Κνωσσού τα χρώματα
που ήθελαν να με πνίξουν
Έμεινα
απορώ
γιατί οι πόλεις με λιμάνια
τριγυρνούν μεθυσμένες τα ξημερώματα
ψάχνοντας εραστές δήθεν ευαίσθητους
να αθωώσουν την ηδονή τους
να κάψουν τα όνειρά τους
να τους αγαπήσουν μόνον για μια βραδιά
και το πρωί να απαγχονίσουν με τελειότητα
την εφήμερη ευτυχία τους
χρόνια τώρα
απαγχονίζω με συνέπεια δεκάδες στίχους
και πια καθόλου δεν απορώ
που τόσο αρχίζω να μοιάζω ετούτες
τις πανέμορφα δυστυχισμένες πόλεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου