εδώ και ώρα θα ορκιζόμουν, πως ξέχασα ότι κάτι γερά βαστά από κάτω μου...
με ξεριζώνει απ’ τον νου, με πετάει σ’ αυτό τον αέναο, αφηρημένο τόπο...
Προσοχή, όχι να προσποιείται ότι δεν ξέρει, υποσυνείδητα αφημένος στην αγκαλιά του μητρικού υπαρκτού,
αλλά χωρίς καμία έννοια σκοπού, του πέρα, του πιο κει…
με το εκεί ας πούμε, να μην μπορεί καν να σχηματιστεί
από δοσμένη νόηση, να μην ξέρει πως να καλουπωθεί.
μέσα βαθιά ν’ ανακατώνει του αμπσουρδισμού τα σωθικά.
Ποια αρχή θα υπήρχε χωρίς του τέλους μετοχή;
ματαιότητα που πιτσιλά χρώμα το χαρτί, χρώματα που με το δικό μας βλέμμα ορίσαμε σαφή.
Τι κι αν δεν υπήρχε η θνητότητα να μας χαρίζει την οργή, τι θα διαλέγαμε τότε πίσω μας να μείνει, πόσο λευκό θα ‘ταν τούτο το χαρτί.
των λέξεων αυτά τα χωστά, ζωντανά κενά.
Ποια η σημασία της τέχνης τελικά;
σεν θα διάλεγα ζωή χωρίς σταματημό
ούτε να μπορώ να τρελαθώ, ούτε να χρειάζεται να πιστέψω σε Θεό;
και το μυαλό στον μύλο της ηδονικής προσαρμογής να κάνει ότι ξεχνά.
την κοινή μοίρα, που περιμένει να κόψει το σχοινί μα το δένουμε χίλιους κόμπους μέχρι η ώρα τούτη να φανεί.
δίνεται κουράγιο στην ψυχή..
να θέλει από κάπου να πιαστεί.
και το αν θα ’γραφα χωρίς αυτή τη μούσα του τέλους να με παρακινεί
ειν’ αυτό κάτι που μ’ ανησυχεί...
κόλλα μάλλον θα 'ταν αδειανή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου