'Ηλιε εσύ της λευτεριάς πότε θα ξαναφέξεις
στα σπίτια μας π' αφήσαμε να πάμε δεν αφήνουν
μαζί με τίς ελπίδες μας που καρτερούν αιώνια
το αίμα μας απ την πληγή, στο στήθος το μαράζι
ειν ραγισμένες οι καρδιές και κείνες δυο κομμάτια
κι άδικα σε καταπατεί το Τούρκικο το φέσι.
κι οι σκορπισμένοι πρόσφυγες ακόμα πριμένουν
με το καρφί μες στην καρδιά στον τόπο τον δικό μας .
ελευθερη πατρίδα μου για να σε ξαναδούμε
οι κουρασμένες μας καρδιές τότε να ξαποστάσουν
βαρύ το όνομα βαρύς και ο σταυρός.....
με μύρωσαν και στ' άσπρα με εντύσανε.
Μ' από μικρή είδα του κόσμου τη βρωμιά
το περιστέρι της ειρήνης ματωμένο να γυρνά...
και να το σκιάζει μισοφέγγαρο κι αστέρι...
Στου Καραβά και της Λαπήθου τα σοκάκια
και γύρω του χιλιάδες κατάμαυρα κοράκια...
και κλάψαν μάνες και παιδιά και νιοί και γέροι...
Στη Μόρφου, την Κερύνεια το Καρπάσι το Βαρώσι
όρμησ' ο Αττίλας με τη βία να στεριώσει.
στην προσφυγιά οι νιοί γίνανε γέροι
λίγα οστά δίνουν στην μάνα αντί παιδί
κάποιοι προδότες έχουν χάσει την ντροπή..
τη δόξα και το χρήμα κυνηγούνε ...
Με λένε Ειρήνη, έτσι με βαφτίσανε
μα την ειρήνη στα μαύρα την εντύσανε.....
.
Και γράφω στίχους να ξορκίσω το κακό ..
βαρύ το τίμημα βαρύς και ο σταυρός
Βαρύ το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ σαράντα πέντε χρόνων
το περιστέρι αιμορραγεί , να το αφήσω μόνο;
.
Γεννήθηκα στο γλυκό νερό της πηγής. Στο αλμυρό
της θάλασσας μεγάλωσα, όπου με ξέβγαλε ο ποταμός.
Μα ο νους μου επιστρέφει στο υψίπεδο της φύτρας
να γεννήσω, η γενιά μου να κρατηθεί και να κρατήσει.
.
Ανηφορίζοντας επιστροφή, βράχοι με απειλούν σαν κάμες,
το πεινασμένο νύχι της αρκούδας, άγριο το δόντι του ανέμου,
καταρράκτες με χτυπούν σαν πρέπει να τους δρασκελίσω.
.
Ας αντέξω ώς το τέρμα, κι ας μου μείνει σώμα λειπόσαρκο
κι ας σπαρταρώ στη λάσπη όταν γονιμοποιήσω τα αυγά μου.
Αρκεί να φτάσω. Και τότε ας ερημιάσω, ας γεράσω μεμιάς,
ας με ξεβράσει ο νερόλακκος κουφάρι. Μόνο να παραδώσω
τον σπόρο που πια δε μου ανήκει...προτού η ύπαρξη μαδηθεί.
.
Το φιλοσοφώ, άνεμοι, βράχοι και αρκούδες. Ναι, σας χρωστώ
γιατί με τα σαγόνια σας με ασκήσατε να κρατώ τη ζωή σφιχτά
για το νόστο μου, κι ας ρουφάω φιλί ζωής από ασκό του Αιόλου.
.
Τι αν το σώμα μου φθίνει ; Τι κι αν γεννώ στο βούρκο; Λάμπω
ζωή, πουλί εγώ το ψάρι, που υπερπηδά βράχους απόκρημνους.
.
Η ζωή μου σαν του σολομού και η επιβίωση πράξη πρώτη.
* Αλληγορικό ποίημα για την επιστροφή των προσφύγων στη γη που τους γέννησε
Μετράς μονάχα μέρες θανάτου. ...
Το όνομα σου, μόνιμα ταυτισμένο με πραξικόπημα....
πόνο...
θλίψη. ...
αίμα. ....
Αλλάζει απλά μορφή ανάλογα σε ποια γεωγραφική συντεταγμένη βρήσκεται....
Αντίστροφα μετράς σήμερα
Τραυμάτισες όλα τα όμορφα συναισθήματα. ....
Μουντζούρωσες κάθε γλυκιά ανάμνηση που κρατήσαμε.....
Φώλιασες στις ψυχές μας, μόνιμο φόβο του αύριο. ....
Ιούδας ταιριάζει πιότερο στο όνομά σου
Ένα αδικημένο γιατί. ...αιωρείται ανυπεράσπιστο.....
Ότι απέμεινε από Ιούλη...είναι μονάχα κραυγή. ..
(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους
μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)
Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.
σαν τα ποτάμια προς τη θάλασσα
Φωνές κυλούν μαζί τους ακατάλυτες
βότσαλα και κλαδιά
τα σπίτια τους δεμένα
στις σωσίβιες σκέψεις
επιπλέουν
μια ιστορία επιστροφής
επιστροφή δεν έχει
μαζί με τους χείμαρρους
των ζεστών ονείρων τους
θαλασσοδέρνονται
κουφάρια μέλλοντος αιώνος
πλάι στους αμφορείς
της αιωνίου κολάσεως
θαλασσοπνίγονται
σε μια πινακοθήκη ζώντων εκθεμάτων
ή ένα μουσείο αποδημίας
Οι άνθρωποι μπαίνουν αγέλαστοι
σε μια βαρκούλα ή ένα ναυάγιο
τους εκλεκτούς θαμώνες των χρωμάτων υποδύονται
τους υψηλούς προσκεκλημένους των κυμάτων
και διατρέχουν τις εξόδους σαστισμένοι
κραδαίνοντας τους οδηγούς και τις βιογραφίες
στους ώμους τα παιδιά και το νεκρό πατέρα τους
Με δέος παρακολουθούν μια γέννηση
ένα χορό ή ένα θάνατο
ύστερα σμίγουν άγρια με το πλήθος
σε μια επανάσταση εκ του μακρόθεν
συνομιλούν τηλεπαθητικά στις γκρίζες ζώνες
φωνάζουν σιωπηλά συνθήματα
φέρνουν μαζί το σώμα τους ψηφιακό
να βγαίνουν από τα πεδία σώοι
να φεύγουν κάθε που βραδιάζει
Δεν με φοβίζει το σκοτάδι στο μουσείο
αντίθετα το απολαμβάνω καθώς κι άλλες γυναίκες
του νησιού έρχονται να με συνοδέψουν
η Ουμ Χαράμ από το Κίτιο
η Αροδαφνούσα απ΄την Καντάρα
η Παναγιά η Κανακαριά η Αφέντρικα
«Θα πάμε;» με ρωτούν
«Μα ήδη φτάσαμε» απαντώ
χάραξε με ουλές την Αφροδίτη
κι ασκήμισε για πάντα ο κόσμος
κι έμεινε χλωμό, βυθισμένο
τ’ άλλοτε ροδαλό της στήθος;
σε μάγεψαν οι πονηρές
σειρήνες
έτσι αποκοιμήθηκες
στον μακροχρόνιο Αγώνα, ξέχασες τον Μαύρο Καταραμένο Ιούλη του 1974.
Πώς μπόρεσες να διαγράψεις
την ανθισμένη αυλή,
με τα ξέγνοιαστα γέλια
το κλήμα γιομάτο κατακόκκινα τσαμπιά σταφύλι.
Το μοσχομύριστο Βασιλικό,
το Γιασεμί ένα - ένα πιασμένους
τους παρθένους ανθούς με άσπρη κλωστή σαν κομπολόι.
Ξέχασες Λαέ την δική μας
Πατρίδα
τον αιματοβαμένο πενταδάκτυλο,
τα διαμελισμένα σκόρπια νεανικά κορμιά οσάν
στάχυα θερισμένα στην κάψα του καυτού καλοκαιριου.
Ξέχασες Λαέ
τον μακρόσυρτο θρήνο
της Εκάβης της Ανδρομάχης.
Σε ξεγέλασαν τα όμορφα ψεύτικα λόγια.
Παγίδες, στημένα ξόβεργα
Στα παιχνίδια των μεγάλων Συνφεροντων
ξέχασες το Δίδυμο έγκλημα.
Δεν ακούς πια τις κραυγές
των χάραχαροκαμένων Μανάδων
τον μακρόσυρτο τους θρήνο,
ακόμα θαυμάζεις
τον Δούρειο Ίππο
Σωπαίνεις ξεχνάς τα λάθοι
σκύβεις το κεφάλι
στα τόσα! πάθοι.
Ζητούν λύτρωση οι τόσοι νεκροί μας
δεν θέλουν στεφάνια, λόγια
παχιά γαρνιρισμένα,
Δικαίωση στην δική τους θυσία
για μία Πατρίδα δίχως αμετανόητους αιμόχαρους.
Ξέχασες Λαέ της δικής μας
Πονεμένη Πατρίδα. Έδεσες την μαύρη μαντίλα
Κόμπο
Την άφησες στο πρώτο
Σκαλοπάτι τις Ιστορίας μας
ξεβαμένη όπως το μαύρο φόρεμα της Μάνας
έτσι να ακούνε
οι νέες γενιές
κουτσουρεμένη την
πικρή μας Αλήθεια μας.
Σήκω Λαέ μου!
προτού σου πάρουν
την δάδα
όρθοσε ξανά
το ανάστημα σου
αναμόχλευσε την Μνήμη
μεταδαμπάλευσε
το φώς της Δικαιωσύνης. Τώρα! θυμούνται μονάχα
αυτοί που κάθε μέρα
ζούνε την μεγάλη απώλεια
των αγαπημένων τους
Απόν - Απόν από το τραπέζι, καρέκλα, άδεια ζωή,
τα ρούχα κρεμασμένα όπως τις σιωπές μην τυχών και τσαλακωθούν οι όμορφες
αναμνήσεις τροφή
στα άχαρα χρόνια
της Υπομονής
Ξέχασες Λαέ
την δική σου Πατρίδα.
Θυμούνται μονάχα
αυτοί που πονούν
αυτοί που ποθούν
αυτοί που αγαπούν
αυτοί που ονοιρέυωνται
αυτοί που δεν ΞΕΧΝΟΎΝ..
το συνώνυμο της ημικατοχής,
η ταυτότητα της αντίστασης,
η κατάφαση της μακροθυμίας,
το όνομα της μάνας γης.
Αθηαίνου,
το Φως Ιλαρόν ενός μακρόσυρτου
βυζαντινού εσπερινού της Ανατολής
που έστησε ο χορός τ' Αϊ- Φωκά,
τ' Αϊ - Πιφανιού, τ' Αϊ - Γιώργη, τ' Αϊ - Φωθκιού,
τ' Αϊ - Σπυρίδωνα και της Παναγίας της Χρυσελεούσας.
Αθηαίνου,
το πάντρεμα της αρχαίας κοφτερής διαύγειας
και του γλυκού βυζαντινού μυστικισμού.
Αθηαίνου,
η παντοτινή βασιλεύουσα,
στη γη τη μεσαρίτιδα.
Μα ώρες
Που μετρούσες τη ζωή σου αντίστροφα
Που νόμιζες
Πως έβλεπες για τελευταία φορά τον ήλιο
Που κάπνιζες με πάθος το τσιγάρο σου
Γιατί πίστευες πως θα 'ταν το στερνό.
Μα ώρες
Που κρατούσες μόνο θάνατο στα μάτια
Που έψαχνες για τα κομμάτια των συντρόφων σου
Που με τα δάχτυλά σου πίεζες το δέρμα σου
Για να διαπιστώσεις αν ήσουν ζωντανός.
Μα ώρες
Που τέντωνες την ψυχή σου να χωρέσει τους θρήνους
Που στέναζες για το πικρό ξερίζωμα
Που σάλευε το νου σου ο δόλος των ανθρώπων.
Κι από σπίθα σε σπίθα
γυρεύω την παρηγοριά
κι όμως καμμιά και πουθενά
Έχασα τη γη μου
τη γη μου και τα χέρια μου
Το ανάθεμα στο στόμα
Ολέθρια η οργή κι η συμφορά μου
Συνάχτηκε σκοτάδι – αποπνοή
Μαχαίρωμα στα στήθεια
η αλήθεια της φυλής
Τα χώματά μου πέθαναν
κι η σκόνη που μας έπνιξε
ανίερη και παθιασμένη
Θεέ μου μην πάρεις από αυτή
άλλα πλάσματα να πλάσεις
την πνοή σου κράτησε
να σβήσει το θανατικό
κι ύστερα
να ξαναγράψει απ’ το θυμητικό
τα χρόνια που μας πίκραναν
τα χρόνια που μας έθαψαν
δίχως παπά και νεκροθάφτη
τι και αν σε πάτησαν οχτροί,τι και αν σε σκλάβωσαν,
και είσαι σαράντα τρία χρόνια τουρκοπατημένος.
Τι και αν σε μάτωσαν,και είσαι λαβωμένος.
Τι και αν προσπάθησαν ταυτότητα να σ´αλλάξουν,
το όνομα σου ηρωϊκό,απ´τα βυζαντινά τα χρόνια,
που άγγιξε ο Διγενής,τα πέντε δάκτυλά του,
που στοίχιωσε Σαρακηνούς,
με την αντρειωσύνη του και την παλληκαριά του.
και μεσ´τη τόση θλίψη σου,την τόση σου οδύνη,
ψηλά το χέρι το κρατάς ,χαιρετισμό μας δίνει.
Πενταδάκτυλε μου,Τούρκοι σε σκλαβώσανε,
με αίμα σε ματώσανε,μα την ψυχή σου ,
ποτέ δεν την υποδουλώσανε.
Έχεις τις ρίζες σου βαθκειά που τα παλιά τα χρόνια,
κάθε σου βήμα τζιαι παθκιά,σημάδια είναι αιώνια,
ποττέ τους εν ταράσουσιν τζιαι ελληνικά φωνάζουσιν.
Κάστρα μεγαλόπρεπα την πλάτη σου στολίζουν,
κάστρα που κουβαλούν μύθους τζιαι πραμύθκια,
κάστρα που έζησαν,Ρήγαινες και Ρηγάδες,
μα τώρα τα κουρσέψανε τα διαφεντεύουν οι αγάδες.
στέκεσαι ατάραχο και βλέπεις πικραμένο.
Εσύ μπορείς τις δυό πλευρές πάντα να τις ελέγχεις,
νότο τζιαι Βορκά εσύ μπορείς να βλέπεις.
Βλέπεις ούλλα τα κακά που φέρε η Τουρκία
πονείς τζιαι συλλογίζεσαι ποιά ήταν η αιτία.
Καταστροφή στην πλάτη σου,σκάβουν τα λατομεία,
όλα για τα συμφέροντα τζιαι για κερδοσκοπεία.
το έκτρωμα που γράψανε επάνω στην ψυχή σου.
Οι πέντε σου βουνοκορφές ,τα πέντε δάκτυλά σου,
υψώνονται στον ουρανό και ευλαβικά κοιτούνε,
βοήθεια απ´το Θεό νάρθει παρακαλούνε.
Νάρθει ξανά ο Διγενής με την πλατιά παλάμη,
τα τούρκικα τα γράμματα να σβήσει,να ξεκάνει.
έζησες δόξες και τιμές ,Ρήγαινας μεγαλεία,
όμως έζησες και πόλεμο,φρίκη και αηδία.
Φωτιές παντού σκορπίσανε,μυρίζει το μπαρούτι,
καταραμένη η Τουρτζιά πού φέρε την συμφορά ετούτη.
Πόσοι τζιαι πόσοι ήρωες άφησαν την ζωή τους,
μέσα εις τα σπλάχνα σου,μέσα στη αγκαλιά σου,
και ανήμπορος να τα κοιτάς να καίγεται η καρδιά σου.
Πενταδάκτυλε μου,μην κλαίς και μην οδύρεσαι,
και θάρθει εκείνη ώρα,και οι ψυχές θα αναστηθούν,
και οι Έλληνες θα ελευθερωθούν.
Θαρθεί η στιγμή ελεύθερος,θα ζείς θα καμαρώνεις,
και όλοι στις αγκάλες σου,μέσα στις ομορφιές σου,
ελεύθεροι σαν τα πουλιά,θα ζούμε στις δροσιές σου!
η πανσέληνος του Ιούλη
παίρνει εκδίκηση.
Κάπου εδώ ο χρόνος σταματά.
Ήταν καιρός…
Στάζει η πίκρα
και κακοφορμίζουν οι πληγές
φρούδα ελπίδα η επούλωση.
Ήταν καιρός…
Μέρα σημαδιακή των απαρνήσεων
ποιος πλήρωσε και ποιος θα δώσει λόγο…
Κάπου εδώ το πλήρωμα του χρόνου.
Εδώ του φεγγαριού το φως αγρίεψε.
Ήταν καιρός...
αναμένεται η τελική απόφαση
με κάθε τρόπο πρέπει ν’ αποκλεισθεί η αποτυχία‧
σε στάση προσοχής
οι εκτελεστές, το πλήρωμα της αρμάδας
οι τηλεοπτικοί σταθμοί, τα ραδιόφωνα…
Για την κατάκτηση του τροπαίου
η σκηνοθεσία μοναδική
όλα τόσο τέλεια, τόσο αληθινά
σαν εξίσωση μαθηματική‧
στ’ αναρχικά αισθήματα
είχανε κιόλας περασθεί οι χειροπέδες‧
απομένει η εκτέλεση.
«ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ» Εκδ, ΑΝΕΥ, 2010
που δίχως όνειδος απλώνεται στον Πενταδάκτυλο
που σαν θεριό
λυσσομανά σαν έρθει το ξημέρωμα
που θριματίζει των παιδιών μας τα όνειρα
Να τσακιστεί στα βράχια
και να μην ξαναφανεί;
πως μας πιάσανε στον ύπνο.
Τα άρματα δεν έρχονται
στις μύτες των ποδιών τους,
τα άρματα τα ακούς
από χρόνια μακριά...
να προσκαλούνε σώματα
που γίνανε πουλιά
Κι αυτό το σούρουπο
τόσο μαύρο στα δυο σου μάτια
που έγινα πένθος κοιτάζοντάς τα
" Χειμερία Ζάλη "
Εκδόσεις Μανδραγόρας
Αθήνα 2017
αποκαλύπτει μαύρη γραμμή τον Πενταδάκτυλο
καθώς το νυσταγμένο νυχτοπούλι
αντίστροφα μετρά το χρόνο του.
κι όπως ν' απόστρεψε το βλέμμα Του ο Θεός.
Ώριμο μεστωμένο καλοκαίρι
κι όμως το στάρι λησμονήθηκε στον κάμπο
και το κοπάδι τριγυρίζει απολωλός.
Όπως ο χρόνος κουρασμένος να σταμάτησε
όπως ο κόσμος κουφαμένος να βουβάθηκε
όπως το βλέμμα Του ν' απόστρεψε ο Θεός.
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.
Πληγεισες Περιοχες Γυμνες Ιστοριες 2016, Μελάνι
Τουρκική
Εισβολή/ Δημήτριος Γκόγκας
Εγώ την
τουρκική εισβολή τη γνώρισα μικρός
Από
δεύτερο χέρι
Άπλυτη και
ξεθωριασμένη
Σαν κείνα
τα ρούχα που πουλάνε στα παλιομάγαζα
Και τους
πάγκους της λαϊκής
Μα όταν
μας χαιρετούσαν
Μα όταν
μας κάλεσαν
Έβγαλα το
ξεφτισμένο πουκάμισο
Και το
έστειλα πακέτο
Μαζί κι
ένα γράμμα
Καλή
αντάμωση.
**
Μα όταν μας χαιρετούσαν
1 σχόλιο:
Όχι, μη μου λέτε εμένα
πως μας πιάσανε στον ύπνο.
Τα άρματα, οι όλμοι,
τα βομβαρδιστικά
δεν έρχονται στις μύτες
των ποδιών τους.
Τα άρματα, τους όλμους,
τα βομβαρδιστικά
τα ακούς από χρόνια μακριά...
Κάποιες Αλήθειες, που πληρώνονται Ακριβά,
κάποιες Αλήθειες, έστω και μετά τον Αρμαγεδώνα
ειπωμένες, όσο κι αν αυτές πονούν,
αξίζουν όσο όλο το χρυσάφι της γης.
Δημοσίευση σχολίου