με άσπρα λουλούδια νυφικό
και δίφορα λεμόνια.
Της έπιασα και τίναξα
τη λυγερή της μέση,
την αψηλή κορφάδα.
Γέμισαν άνθια οι αυλές,
με φύλλα τα μπαλκόνια
και τα σοκάκια τα στενά
με νιους ξεπεταρούδια.
Πήραν το χρώμα οι γειτονιές
και τα παιδιά το μόσχο
κι εγώ την ομορφάδα της
και τη γλυκιά της χάρη.
Την είδα νύφη, μάγισσα,
στο φέγγισμα τ’ Αποσπερίτη,
νεράιδα στο σεληνόφωτο
και ξωτικό της νύχτας.
Την πρόσμενα κόρη της αυγής
στο λάμπρισμα τ’ Αυγερινού,
λιογέννητη μικρή θεά
στης κόκκινης ανατολής το θάμα.
Ήλιος καλός ταξιδευτής ‚
ζηλωτής της γης και οδοιπόρος,
του ουρανού αρμενιστής
και στ’ απέραντο το γαλανό βαρκάρης,
στα κλώνια της τα λιανόβεργα
κρέμασε το φως του ξόμπλι,
στον ίσκιο της, περπατησιά
λίκνισε το αρμένισμά του
και μένα μου ‘γνεψε με αντηλιά
να τεντωθώ να φτάσω,
ψηλά τους αθώρητους ανθούς,
τα ώριμα, τα δίφορα λεμόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου