ασίκης και ντελικανής,
που όλους τους πλακώνει
και δεν το μετανοιώνει,
με το φακιόλι το καρώ
και το ματάκι το γλαρό,
πλένει και σφουγγαρίζει
κι’ ανέμελα σφυρίζει.
Κοίτα πώς καταντήσαμε,
τους χαλινούς αφήσαμε,
σηκώσαμε τα χέρια
ψηλά,μέχρι τ’ αστέρια.
Τον αντρισμό μας χάσαμε,
όλοι μας τον ντροπιάσαμε,
το ασθενές το φύλο
μάς γκρέμισε το θρύλο
και από πάνω βρέθηκαν
αφού όλες συνδέθηκαν
σε μία συμμαχία
σαν μια ταξιαρχία,
γεμάτη λοκατζήδες,
εμείς φιγουρατζήδες,
από στρατάρχες γίναμε
ευνούχοι και παχύναμε,
μας πήρανε φαλλάγγι,
μπήκανε και οι πάγκοι,
μας δώσανε και το κουπί
χωρίς κανείς μας να ντραπεί,
ερέτες στη γαλέρα,
χωρίς ή με τη βέρα.
Πούσαι μανούλα να με δείς και να με καμαρώσεις
και με τα δυό χεράκια σου,σφαλιάρες να μου δώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου