στο πατρικό του σπίτι,
εφτά σκαλιά σαν ανεβείς, εκεί θα δεις καθρέφτη.
Αυτός δε δείχνει πρόσωπα, αυτός δε δείχνει φάτσες.
Δείχνει μορφές και χρώματα, δαιμόνων, μα και ζώων,
μπορεί και θάλασσες βαθιές, φωτιές και παραζάλη ˙
δείχνει αυτό που ’ν η ψυχή εκείνου που κοιτάζει.
Έφταναν σπίτι του πολλοί με δώρα και πεσκέσια,
αγρότες, άρχοντες σωρός, γυναίκες, καλλιτέχνες.
Και τους προσφέρονταν καφές, συζήτηση και πνεύμα.
Μα όταν στα ενδότερα να μπουν επιθυμούσαν
στην πόρτα δεξιά εκεί,
άξαφνα, ο καθρέφτης.
Έκπληξη τρόμος, ταραχή σαν έβλεπαν στο τζάμι
τέρατα φοβερά, οχιές, σκοτάδια κι ερινύες.
Παίρναν τον δρόμο της φυγής και δεν ξαναγυρίζαν
κι αυτόν τον κύρη του γυαλιού για μάγο τον νομίζαν.
Κείνος λυπότανε πολύ γιατί ’θελε τους φίλους
μα μόνος έμενε χωρίς να ξέρει την αιτία ˙
αφού όταν κοιτάζονταν ο ίδιος στον καθρέφτη,
έβλεπε ηλιοστέφανα, Χριστό και περιστέρια.
Ένα πρωί κάτι παιδιά, που ξέραν τι συμβαίνει
μ’ αντάλλαγμα μια ζωγραφιά, τι φταίει θα του λέγαν.
Χαίρονταν σαν τον κοίταζαν να φτιάχνει δύο ψάρια
με χρώμα ωραίο χρυσαφί, το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Κι ύστερα άνδρα δυνατό, πάνω στο πιο μεγάλο.
Κράτησαν την υπόσχεση, του εξήγησαν πως έχει,
λόγο καλό και συμβουλή γι’ αντάλλαγμα του δώσαν.
Να ρίχνει στον καθρέφτη του ένα λευκό σεντόνι,
όταν γυναίκα όμορφη και ποθητή ζυγώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου