Οι γειτονιές μας καίγονται και οι φλέβες μας φουντώνουν
Στα μαγαζιά τα σώματα, τα φώτα, οι μουσικές
Η Καλλιρρόης κι η Συγγρού καθρέφτες που θολώνουν
Σε ράγες πάνω η πόλη μας κοιμάται ηλεκτρικές
Φανέλες κυανέρυθρες και κόκκινες σημαίες
Συνθήματα που γράφουμε κι αμέσως θα σβηστούν
Θρησκείες τις βαφτίσαμε, μα ήτανε παρέες
Παρέες ποιοι θα διάλεγαν, αλήθεια, ν’ ασπαστούν;
Αφήνομαι στις νύχτες μας και ψάχνω τη φυγή σου
Τον πόνο της ελπίδας σου, το φως του ταξιδιού
Την πιο κρυφή κι ανείπωτη, την πιο παλιά πληγή σου
Για να την κάνω ν’ ακουστεί φωνή μικρού παιδιού
Κι εκεί στην Ευρυδάμαντος και στην Ωκεανίδων
Θα πάει πέντε το πρωί και πέντε το πρωί και τότε θα σ’ το πω
Σε πείσμα χρόνων και καιρών και αδειανών κερκίδων
Αμάντα, πάντα σ’ ήθελα, Αμάντα, σ’ αγαπώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου