γυρεύουν απελπισμένα λίγο φως ή ένα σινιάλο,
ένα ελάχιστο στίγμα ελπίδας ή προσμονής…
Ποια καράβια ταξιδεύουν τη ζωή τους σε αρμυρές θάλασσες;
Ποιες νύχτες τυραννούν τον ύπνο τους και ποια ξενιτιά ματώνει αλύπητα τη γλυκιά ελπίδα του γυρισμού;
και μας έδωσε ζωή, νόημα και συνέχεια, τώρα πια είναι
για πάντα χαμένο…
Κι όταν θωρώ τον καιρό που καμπυλώνει όλες μου οι λέξεις γίνονται μια στιγμή…
Πόσο ακόμα θα λιγοστέψει ο καιρός;
βυθίστηκα στα σπλάχνα της πέτρας, έκλεψα τη σπίθα
κι άναψα την πανάρχαια φωτιά…
Τώρα κάθομαι αντικριστά στο φως κι οι φλόγες μεγαλώνουν μέσα μου…
μετρώ την απουσία σου… Να φτιάξεις μια μεγάλη στιγμή ποθώ!… Με μια απλή χειρονομία –σαν τον Θεό-
Να ζωγραφίσεις την αγάπη στη γη μου,
άφθαρτη κι ανώλεθρη!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου