Aνάσες βήχει πυρακτωμένη
Υφές ακοίμητες αντλεί από τα έγκατα
Λάφυρα τσαμπιά ανούσια
Δόξες παλιές από γιορντάνια θρύψαλα.
Την λεν ακόμη έτσι στα υψώματα.
Κόβει σαν λεπίδα.
Ενώνει με βελονιές τις μύτες των βράχων.
Κουμαντάρει αερικά λαιμητόμους.
Αδημονεί για απόηχους ταξίμια.
Την ψάχνεις άραγε;
Τη μελετάς ίσως;
Τη χαστουκίζεις έστω;
Κάτι θα ήταν κι αυτό για τα σκιερά της χνάρια.
πλάτες φευγιά της δείχνεις.
Το μετανιώνεις.
Επιστρέφεις.
Στροβιλίζεσαι σαν δίνη στο πευκοδάσος της.
Πουλιά της αφουγκράζεσαι για μερόνυχτα
σαν γίνονται πειρατές με άκρα γάντζους.
Τραβούν κοφτά, με δύναμη,
παρασέρνουν κάτω από φωτιές.
Μη σταματάς.
Μάζευε χούφτες τα άγια στάγματά της.
Ανάσες και βαφές τα περβόλια των λέξεων.
Υδάτινους πίδακες πορφύρας τα αποκαΐδια.
Συνέχισε.
Κι ας πονάς.
Βούτηξέ τα σε αρμύρα.
Άκουσε τη φωνή της.
Δον Κιχώτης,
Ζητιάνος,
ή κοιμισμένο φυλλοκάρδι γύρω από πυρά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου