ξέσπασε ένα πρωί
κι όλη μέρα ξερνούσε στάχτη
μέχρι που γέμισε το τόπο στάχτες και ησύχασε .
βγήκαν κι οι άνθρωποι και κοίταζαν και κοιταζόντουσαν.
κι όσα δε σκέπασαν οι στάχτες γκρίζα κι αυτά
κι οι άνθρωποι σταχτιοί και τα μάτια των ανθρώπων γκρίζα
και ο αέρας σάπιος , βαρύς , όπως μέσα στα βαθιά πηγάδια
και ήχος κανείς
και όλα ακίνητα , κι ούτε πουλί πετούμενο .
έπεφταν κοντά , σαν πέτρες στον βαρύ αέρα.
και περίεργα ζώα , που οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ούτε τ όνομά τους
που ήταν κρυμμένα;
να έρπουν και να χαράζουν δρόμους στο συνεχές γκρίζο.
να καθαρίσουν τα ρούχα τους και τα σώματά τους από το γκρίζο.
Μα ήταν το ίδιο το φώς γκρίζο .
κι απελπίστηκαν και ησυχάσανε
κι απόμειναν να κοιτάζουν τον καινούργιο τόπο άφωνοι.
Το Αλλόκοτο , και την Σιωπή.
που πάντα έλεγαν πως δεν υπάρχει.
χορτασμένοι από το απόκοσμο και το γκρίζο , κοιμήθηκαν.
την Μεγάλη Γεωμετρία των Παθών
και γελούσε.
ειρήνεψαν τα κύμβαλα τα αλαλάζοντα
και τα χάχανα των χρωμάτων
κ έπαψαν τα όργανα των ήχων
και των ανέμων οι ψίθυροι.
Και ιδού ο όφις ο αρχαίος ο αλαζών
και τα ακατανόμαστα ,φανερά και τετραχειλισμένα.
Και ιδού οι άνθρωποι ειρηνικοί
οτι κατοικούν επιτέλους
σε τούτο τον τόπο που άλλος δεν είναι
παρά οι ακατοίκητες ψυχές τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου