Δημήτριος
Αλεξόπουλος
«Μάθε»
Σαν το κρασί, σταλιά σταλιά σε
πίνω,
Το γκρίζο τ’ ουρανού με χρώμα ‘γω
το σβήνω.
Την θάλασσα μαζεύω σε μια χούφτα
να στην δώσω,
Μακάρι, αχ μακάρι να ‘ξερες πως
σ’αγαπάω πόσο...
Κι αν φεύγεις δίχως μια κουβέντα
να μου πεις,
Κι αν κρύβεσαι ολομόναχη στο
πέπλο της αυγής,
Είναι που φεύγεις από φόβο...
Φεύγεις, απ’ την αγάπη να
κρυφτείς.
Φύγε!
Μα να μάθε, πως μ’ αγάπη μόνο ζεις,
Δίχως αγάπη, πέθανες.
Ειν’ το φινάλε της ψυχής...
«Έφυγες...»
Μια ηλιαχτίδα στο σκοτάδι, ή τ’
απαλό σου χάδι…
Τα μάτια μου κλειστά κι εγώ σε
περιμένω.
Άραγε είσαι μακριά ή αιώνες θα
προσμένω.
Κοιτάζοντας τον ουρανό, τη μορφή
σου αναζητώ
Και κάθε αστέρι που κοιτώ, το
δάκρυ κάνει πιο πικρό!
Γύρνα σε παρακαλώ, όλα θα στα
χαρίσω,
Αν θέλεις και τον ουρανό για σένα
θα κρατήσω.
Τη θάλασσα που αγαπάς θα τη
στερέψω όλη
Όχι γιατί δε σ’ αγαπώ, αλλά γιατί
εσύ βαστάς την ζωή μου όλη.
Έφυγες και δε γυρνάς, ξέρω, καλά
δε θα περνάς.
Εκεί ψηλά ‘χει κρύο και δε θα μου
χαμογελάς.
Άραγε να σε περιμένω, μήπως και
εμφανιστείς
Ή στης θάλασσας την αγκαλιά να
πέσω μήπως και με ξαναδείς…
«Λουσμένη καρδιά»
Τα μάτια ερμητικά κλειστά.
Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν.
Ένα δάκρυ ξεπηδά σαν γάργαρο νερό από πηγή.
Κατηφορίζει, και τη σάρκα γλύφει καθώς στα χείλη μου ακροβατεί.
Η γλώσσα ξεμυτά και το αρπάζει. Ιδιαίτερη γεύση. Αρμυρή.
Τώρα πια, την κάθοδο του μέσα στη ζέση του κορμιού μου έχει πάρει και
περιλούζει την καρδιά με πόνο και στοργή.
Εκεί, έλαβε τέλος το ταξίδι του. Έφτασε στον προορισμό του.
Εκεί ανήκει.
Στην καρδιά, το δάκρυ κατοικεί...
«H Συνάντηση»
Θυμάσαι; κείνο το μεσημέρι το θερμό,
Φορούσες μαύρη ζακέτα, μακριά,
και τα μαλλιά σου ολόχρυσα χαρίζαν μια λάμψη μοναδική.
Εγώ είχα ντυθεί με τα καλά μου, να σ’ εντυπωσιάσω,
τα μάτια σου σαν αντίκρισα, είπα: Πεπρωμένο είναι αυτό.
Δημήτρης, συστήθηκα με δήθεν τόλμη,
Χριστίνα, χαμογέλασες αμήχανα, το ίδιο κι εγώ.
Πάμε; ρώτησα δειλά και έγνεψες σαν μαθητούδι στο σχολειό.
Ποθούσα να συναντήσω τα γλυκά σου μάτια, που για πρώτη φορά
εγνώρισα...
Ψέματα!
Τα είχα ξαναδει. Τα είχα συναντήσει κάπου ανάμεσα στα σύγνεφα, κάπου χαμένα
στο γαλάζιο τ’ ουρανού... ή μήπως κρυμμένα ήταν πίσω απ’ τ’ άστρα.
Ναι. Ήταν κρυμένα και περίμεναν καρτερικά να σ’ αντικρίσω.
Μάτια μου, κείνο το μεσημέρι το θερμό, είδα για πρώτη φορά τον ήλιο να μου
χαμογελά. Το φεγγάρι με μελιχρότητα ν’ αναστενάζει και το βουητό τ’ αγέρα να
μου ψιθυρίζει «αγάπα την»...
Σήμερα, ολομόναχος περπατώ στην αμμουδιά και βλέπω κάπου πέρα μακριά τη
μορφή σου. Είναι βράδυ. Φωνές και χαχανητά ακούγονται σαν παφλασμοί κυμμάτων.
Μια παρέα δεξιά πίνει μπύρες και γελά, μια κοπέλα ξαπλωμένη στην άμμο
σκέφτεται, βλέπει τον αγαπημένο της που έχει ή που δεν έχει έρθει ακόμη στη ζωή
της, ωστόσο περιμένει. Το ίδιο κι εγώ...
Πιο πάνω, με την άκρη του ματιού μου δυο γυναίκες περπατάνε γοργά, μες στο
άγχος, γιατί; Ο γέρος ασπρομάλλης πουλά λουκουμάδες, πέντε ευρώ το κεσεδάκι
φωνάζει, δυο ξένοι παίρνουν ένα.
Η θάλασσα δίπλα μου μουγγή, μα προχωρώ.
Λιγοστοί κολυμπούν τέτοια ώρα, μα εγώ κολυμπώ...
Κολυμπώ σε πέλαγος ανοιχτό με την αγάπη για κατάρτι.
Δεν είσαι κοντά μου, όμως είσαι.
Δεν είσαι στην αγκαλιά μου, όμως
είσαι.
Είσαι και θα ‘μαι κι εγώ, παντοτινά δικός σου...
Παντοτινά, μεγάλη λέξη να την πεις, ωστόσο, δεν υπάρχει αντίστοιχη άλλη που
να μπορεί η καρδιά μου να δεχθεί...
Σ’ αγαπώ...
«Απληστεία»
Τον ήλιο έβαψες με χρώμα μελανό,
Τη θάλασσα ρούφηξες με δίψα
κίβδηλη,
Πράσινο κι οξυγόνο τρως με
λαιμαργία και φτύνεις τούβλα και μπετόν.
Μες σε ληξιπρόθεσμα γραμμάτια
εξαργυρώνεις την αγάπη,
μες στην τσέπη σου εκλείδωσες
φίλους κι αγαπημένους.
Τι με κοιτάς έτσι σαν κουρκούτης;
Σαν ολιγοφρενής και φυρόμυαλος.
εξ αρχής στο είπα, με λεφτά
μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός μυαλού και συναισθημάτων.
Πόσο πιο λιανά να στο κάνω;
Το κάθε πράγμα έχει την τιμή του
μου λες...
Μάλιστα... Μάλλον τότε σε σένα
πέτυχα τις προσφορές και την εκκαθάριση...
«Κοινωνικόν»
Κοιμάσαι…
Κοιμάσαι και ξύπνιος που ‘σαι…
Λεηλατούν τον εγκέφαλό σου, κι
εσυ… ζητοκραυγάζεις,
Ένα εν ζωή κουφάρι.
Ένας αόματος με οφθαλούς.
Μα θα ‘ρθει κεινη ω ώρα που θα
ξυπνήσεις απ’ τον λίθαργο
που αιώνια σε κοιμίζει.
Που πειθήνια και κυρίαρχα, τη ζωή
σου λαίμαργα ξεσκίζει.
Σαν έρθει ‘κείνη η ώρα,
μέχρις κι οι αετοί θα σκιάζονται,
θα παραμένουν τρομαγμένοι στις
φωλιές τους,
σαν αντικρίσουν το μένος των
ανθρώπων...
Σαν θα ‘ρθει κείνη η ώρα!
«Πλούσιος»
Θαρρείς πως με το χρήμα αγοράζεις
τα πάντα!
Κολυμπάς στην υλική ευτυχία…
Θλιβερός!
Την ευτυχία δεν την αγοράζεις,
μήτε φίλους κι αγάπες αγοράζεις…
Εξαγοράζεις, ίσως.
Δωροδοκείς.
Δεν είσαι δα και τόσο πλούσιος,
τόσο κροίσος, που να αδιαφορείς και να απαξιώνεις την αγάπη,
ένα χαμόγελο ευτυχίας στα χείλη
το ‘χεις ανάγκη μεγάλη.
Κανείς δεν είναι τόσο πλούσιος,
τόσο επαρκής ούτως ώστε να μην
χρειάζεται άλλη αγάπη.
«Τανγκό της ευτυχίας»
Ένα κελί δίχως σίδερα, είναι ίσως
η χείριστη των φυλακών.
Είναι ο κόσμος γύρω μας!
Ο κόσμος μια πελώρια φυλακή κι
άνθρωποι αλυσοδεμένοι.
Χορεύεις ανέμελος και χαρούμενος
το τανγκό της ευτυχίας,
Μα δεν πρόσεξες πως παρτενέρ σου
ειν’ η θλίψη
και πόνος η αγκαλιά της.
_____________________________________________________________
Δημήτριος Αλεξόπουλος
«Οι ρίζες της ζωής…»
(Αλληγορία)
Χρυσοστόλιστες μπούκλες που ο ήλιος είχε
υφάνει,
ματάκια ολογάλανα απ’ τουρανού τ’
κλεψες, τον καμβά,
σπινθήριζαν με κάθε της ματιά.
Κόρη μου σ’ αγαπώ!
Ένα δειλινό, στον κήπο όπως
καθόμουν,
παρέα με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα
χείλη και μια πένα συντροφιά,
ξέχειλη με πλησίασε από χαρά.
Με κόντεψε λοιπόν, και ρώτησε
κείνο που θελε να μάθει…
“Μπαμπά”
“Τι είναι αγάπη μου;”
“Γιατί ζούμε; Γιατί υπάρχουμε;
Θέλω να μάθω κάτι σημαντικό να κάνω” ψιθύρισε και στο δεξί μου γόνατο εκάθισε
απάνω.
Και τότε εγώ της είπα:
"Έλα πάρε αυτά. Φύτεψε αυτά
τα τοσοδούλικα σπόρια, κει στο χώμα, στην μεριά που δεν έχει ούτε ένα λουλούδι
ανθίσει,
που δεν υπάρχει μήτ’ ένας μικρός
ανθός…”
Πήρε ευθύς αμέσως στη χούφτα της
τα σπόρια,
έτρεξε στον κήπο με λαχτάρα να τα
φυτέψει όλα μονομιάς.
Κάθε πρωινό, ξυπνούσε, πήγαινε στο μέρος όπου
τα ‘χε φυτέψει και παρατηρούσε.
Παρατηρούσε ωσάν να είναι
ολάκερος ο κόσμος τούτα τα σπόρια τα μικρά.
Περίμενε μια εβδομάδα, δυο
εβδομάδες...
Πέρασε ο μήνας και δε φάνηκε
τίποτα το ιδιαίτερο στο χώμα που να την ενθουσιάσει.
Το σκυθρωπό της πρόσωπο αντίκρισα
και με παράπονο έκανε να με πλησιάσει…
"Μπαμπά, φύτεψα τα σπόρια, πέρασε
ο μήνας, αλλά τίποτε δε συνέβη".
Τότε εγώ της χαμογέλασα και την
αγκάλιασα...
30 χρόνια αγότερα…
Θεόρατος ευκάλυπτος κάλυπτε με τη
σκιά του τη μισή μας οικία.
Ευωδίασε όλη η γειτονιά και τα
κλαδιά του ήσαν υπέροχα και γεμάτα ζωή, μοναδικά.
Τότε, της εξήγησα...
"Το πιο σημαντικό κόρη μου,
δεν είναι αυτό που βλέπεις τώρα και το θαυμάζεις, αλλά αυτό που δημιούργησες
εσύ τον πρώτο μήνα...
Οι ρίζες, τα θεμέλια στη ζωή, θα πρέπει να
ξέρεις, είναι το παν!" της είπα και εκείνη μου χαμογέλασε με ένα αχνό μειδίαμα
στα χείλη.
Μ’ αγκάλιασε όπως τότε. Όπως
χρόνια πριν πολλά…
Περπάτησε με βήματα αργά ως τον
ευκάλυπτο να πάει.
Πήρε βαθιά εισπνοή και χαϊδεψε
τον κορμό του,
μ’ ευγνωμοσύνη έμπλεη διακριτικά
το μάτι μου ‘κλεισε κλεφτά,
Την κόρη της -την εγγονή μου-
έσφιξε στην αγκαλιά
και σπόρια μές στη χούφτα της
έβαλε να τα φυτέψει δίπλα εκεί,
ο ευκάλυπτος να ‘χει συντροφιά…
«Χάροντας κι Αγάπη... συνεργοί»
Kι ο αγέρας πόνο βαθύ εφύσησε...
«Είν’ η αδερφή σου Αγάθωνα! Αίμα
δηλητήριο.
Το αίμα που στις φλέβες σου κυλά,
κυλά και στο δικό της»... απεκρίθη ο Βορέας.
Σαν έμαθε ο Αγάθωνας τα φρικτά
μαντάτα, πως έρωτας απ’ ίδιο αίμα έρεβος είναι κι όχι έρως, δάκρυ από μάγμα
διάπυρο πλημμύρισε τα μάγουλά του.
Αναφιλιτά εσκέπασαν και τη βοή
του ανέμου ακόμα,
και οι βροντές αλάφιασαν μπρος
στο μαράζι του αυτό,
και χάθηκαν σαν τα πουλιά, μες
στον εβένινο ουρανό...
Μαχαίρι άρπαξε αυτοστιγμεί, μ'
ακονισμένη λεπίδα, αστραφτερή, ωσάν του χάρου το δρεπάνι και μονομιάς στο
στήθος του βαθιά το έσπρωξε, απ'τον καημό να λυτρωθεί.
Προτιμότερο για κείνον, ήσαν να
πεθάνει!
Η Άρτεμις, πανώρια κι
αγγελοκαμωμένη,
κατάξανθη, με βλέμμα μελαγχολικό,
μάτια ολογάλανα μεγάλα,
που ζήλευε κι αδάμας στης
θάλασσας βυθό,
επληροφορήθη του τόσο γλυκά
αγαπημένου της τον άδικο χαμό,
με ένα κλάμα άηχο, βουβό...
Δίχως ν' αντέξει την οδύνη,
αντάμα μ’ ήρεμο ουρανό και σύμμαχο τον ήλιο,
στης ακροθαλασσιάς το βράχο
εκάθησε κι ατένιζε το απέραντο, της θάλασσας γαλήνη...
Το φόρεμά της ήσαν λινό, σανδάλια
χάιδευαν τα πέλματά της σαν μεταξιού υφή,
κι η πνοή του ανέμου σφικτά
αγκάλιασε την, σαν μάνα στοργική.
Προτού η λιόκαλη αναχωρήσει, απ’
του βράχου τη σιωπή,
γύρισε ομπρός της θάλασσας ωσάν
να την μισεί.
Μέτρα δεκατρία ύψος βράχου
εθώπευε με τ' ακροδάχτυλά της,
κι ένα δάκρυ, ένα δάκρυ που δεν
πρόλαβε τον βράχο να μουσκέψει,
ήσαν αρκετό στου χάρου ν’ αφεθεί
την αγκαλιά, με ύπνο να την στέψει.
Ο Βορέας τότε, σαν το άγγελμα που
άκουσε, των δυο νέων το χαμό,
αντίς δάκρυ μαύρο να κυλήσει,
μειδίαμα χαρμόσυνο και ευφροσύνη άφθονη βγήκε απ’ της ψυχής του τον καημό.
Ανήθικος και ποταπός! Μένος προς
τον Αγάθων έτρεφε, βαριά η εκδίκησή του.
Φθονούσε τον, κρυφόκαιγε μέσα του
η ζήλια,
όντας λατρεμένη τής καρδιάς του η
Άρτεμις ήτανε από καιρό...
Ευθύβολος, δε δίστασε με ψεύδη
νοθευμένα και με κακά μαντάτα που βγήκαν απ’ τα δικά του χείλη, τους νέους, απ’
αγάπη έμπλεους, στον άγριο Αχέρωντα να στείλει...
«Κάλλιστα νεκροί ετούτη κι ο
εραστής της, παρά μαζί και μονιασμένοι,
κι εγώ της πίκρας το ποτήρι
στάλα-στάλα, ολημερίς κι οληνυκτίς να πίνω,
προσμένοντας μι’ αγαπημένη...»
Ήσαν τα λόγια τελευταία του,
πνιγμένα σ’ ένα μπουκάλι άλικο κρασί...
κι έπειτα, δεν ξύπνησε ποτέ...
Χάροντας κι αγάπη, δικαιοσύνη
γύρεψαν μαζι,
Τα χέρια έσφιξαν γερά, κι έγιναν
συνεργοί...
«Απαγορευμένος καρπός»
(Αλληγορία)
Μια γυναίκα θελκτική, Θλίψη τ’
ονομά της, πανέμορφη μα και νωχελική, του κέδρου τη δροσιά απολάμβανε και την
μοναξιά της.
Ο Νάρκισος, ψηλός και δυνατός,σαν
την είδε μοναχη, έσπευσε στην όμορφη μελαχρινή, γι’ αγάπη να της πει.
“Χαίρεται” προσφώνησε με το
χαμόγελό του, που άλλο τόσο θελκτικό δεν έχει όμοιό του.
“Χαίρεται” απήντησε η Θλίψη,
ανέκφραστη και ταραγμένη,
ωσάν αντίκρισε τον Νάρκισο ομπρός
της, φάνηκε να ‘ναι δακρυσμένη.
“Να σε κατακτήσω ποθώ όσο άλλο
τίποτε στη γη! Δική μου θε να γίνεις μη μου το αρνηθείς!” υπερφίαλος της είπε
και πάντοτε επηρμένος.
Η Θλίψη, σαν τον άκουσε,
αβάσταχτος εγίνει ο καημός της. Τον κέδρο εκοίταξε για μια στιγμή, επάνω του
ακούμπησε, ήταν ο μόνος σύμμαχός της.
“Μαζί μου θα ‘σαι υπέροχη, σεμνή
κι ευτυχισμένη. Λαμπρότητα, οξυδέρκεια και περίσσεια ομορφιά, θεοί μου χάρισαν
δίχως φειδώ για να ‘χω εσένα συντροφιά” ανέμενε υπερήφανος τα λόγια τα δικά
της.
Τα μάτια της τον στύλωσαν, με
πόνο και με δάκρυ, αλήθεια έτοιμη να πει και λόγια από φαρμάκι.
“Νάρκισε αγαπητέ, όμορφε και
ξακουστέ, άκου με, τα λόγια μου σκληρά θα ‘ναι για σένα μα κι αληθινά.
Δυστυχία και πόνο μονάχα θα
προκαλέσεις, εάν μαζί μου κοιμηθείς και δίπλα σου θε να μ’ έχεις. Καρπός θα
γεννηθεί απ’ το αίμα το δικό μας, δεν θα ναι λαμπερός, μήτε μ’ αγάπη στολιστός,
αλλά μ’ απέχθεια και μίσος έμπλεος και φοβερός!
(Ένα χρόνο αργότερα, η Θλίψη γέννησε... Γέννησε ένα μικρό αγόρι. Πανώριο
στην όψη, έρεβος στην ψυχή, και το όνομα αυτού, συμφωνήθηκε ομόφωνα από το ζευγάρι,
θα ήτο ο Εγωισμός! Διότι πήρε και από τις δύο πλευρές)...
«Έρωτας και Μίσος»
(Αλληγορία)
Ένας νεαρός,
νεαρός κι αγγελοκαμωμένος,
ολομόναχος εβάδιζε στο δάσος. Υποδήματα
δεν είχε, τα πέλματά του ένα γίνονταν με το στεγνό το χώμα.
Τα χέρια του σαν χάδι απαλά,
έκανε ακόμα ν’ αναστενάζουν στο άγγιγμά του δέντρα και κάθε λογής φυτά.
Το χαμόγελό του μόνιμο, σαν δώρο
θεϊκό.
Ήχος μοναδικός που τη γαλήνη
τάραζε στο δάσος, ήσαν το απαλό βουητό του αγέρα που έστηνε τον δικό του
πρόσχαρο χορό.
Άξαφνα, απρόσμενα εντελώς, το
βάδην του επιβράδυνε και κάθισε σιωπηλός. Μπροστά του είδε καθισμένο έναν άνδρα
κάτω από κέδρο θεόρατο, ψηλό! Μεσήλικας ήσαν ο ξένος τούτος. Βαθιές ρυτίδες στο
πρόσωπό του ανάγλυφες, κι η όψη του έμοιαζε με πικρή και κουρασμένη.
Ο νεαρός πανώριος, εν ονόματι
‘Ερως, τον κόντεψε με θάρρος προς το δικό μέρος.
Έρως: Είσαι καλά; Φαίνεσαι
ταλαιπωρημένος.
Ο άγνωστος θα ‘λεγε κανείς πως
περίσσεια αλλαζονία διέθετε κι έκδηλη
ειρωνεία ξεχύλιζε που πάνω του.
Έρως: Θέλεις να μου πεις το όνομά
σου;
Το όνομά μου αγαπητέ, συνώνυμο
έχει τον πόνο και τη θλίψη. Την μνησικακία και την εκδίκηση, ο άγνωστος έκαμε
μ’ ένα μισόγελο στα μελανά του χείλη.
Ο Έρως, σαν τον περιεργάστηκε και
τα λεγόμενά του με δέουσα προσοχή αφουγκράστηκε, αναφώνησε:
Σε ξέρω!
Ο άγνωστος, όρθιος εστάθηκε κι
έκαμε να φύγει.
Έρως: Στάσου! Μίσος.
Μίσος είναι το όνομά σου και
πλασμένη από πέτρα ειν’ η καρδιά σου!
Μίσος: Φύγε. Φύγε προτού σε
καταστρέψω… λόγια πικρά ξεμύτησαν απ’ το στόμα του αυτοστιγμεί, ενώ τα μάτια
του συνέχιζαν να τον κοιτούν μ’ επιμονή.
Έρως: Άδικα μιλάς. Άδικα
προλογίζεις. Δυνατός πιότερο από σένα είμαι και διόλου δεν με φοβερίζεις! Τον
κόσμο όλο έπλασα, με έρωτα και πάθος... Απέραντες πεδιάδες, πράσινες, πλούσια
καρποφόρα δέντρα, ζώα και φυτά, ολάκερη τη φύση, ακόμα και τον άνθρωπο έπλασα
με έρωτα κι αυτόν, είπε, φουσκώνοντας το στήθος του περήφανος και γελαστός.
Μίσος: To γνωρίζω...
αδιάφορα ψιθύρισε, και του Έρωτα την προσοχή πλημμύρισε.
Έρως: To γνωρίζεις και
δύναται έτσι ψύχραιμος να παραμένεις;
Μίσος: Έτσι είμαι ‘γω. Ψύχραιμος
και ήρεμία κατάφορτη με διακατέχει, μα σαν θελήσω Έρωτα, σε μια στιγμή μονάχα,
ό,τι έχτισες εσύ μ΄αγάπη, με πόνο θα το συνθλίψω, και μαύρη καρδιά στο διάβα
μου όποιος με συναντήσει θα ‘χει ...
Την πλάτη του εγύρισε το Μίσος μ’
αδιαφορία,
μέσα στο δάσος χάθηκε,
στο διάβα του μην πέσεις,
πρόσεχε,
τον Έρωτα θα μετατρέψει σε κακία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου