του Π. Ένιγουεϊ
Καμιά φορά ο Δημοσθένης
αναπολούσε τα παιδικά χρόνια στο χωριό με τη μητέρα του και την αδερφή του.
Πατέρα δεν γνώρισε. Είχε σκοτωθεί σε τροχαίο στις στροφές του Δομοκού δύο μήνες
πριν έρθει στον κόσμο. Η μάνα του όλη μέρα στο καφενείο, μόνη, να τα φέρει βόλτα.
Ήθελε να τον κάνει δικηγόρο ή γιατρό. Έγινε δημοσιογράφος. Τη θυμάται να
γυρίζει αργά το βράδυ κουρασμένη, να τρώει μια σαλάτα και να κοιμάται.
Με την αδερφή του αταίριαστοι.
Παιδικούς φίλους δεν είχε. Όλα τα παιδιά του χωριού τον περιέπαιζαν. Αυτός δεν
τους έδινε σημασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει απ’ το χωριό. Και γι’ αυτό
διάβαζε. Όχι για να σπουδάσει, «να μορφωθεί», όπως του έλεγε η μάνα του, αλλά
για να φύγει και να μην τους ξαναδεί.
Και τα κατάφερε. Έφυγε. Πέρασε
σε μια σχολή δημοσιογραφίας και έπιασε αμέσως δουλειά, αρχικά σε μια μικρή
δημοτική εφημερίδα και έπειτα στο Βήμα. Όχι όμως σε κάποιο δυνατό πόστο, αλλά
στο δικαστικό-εγκληματολογικό. Το είχε επιλέξει επειδή γενικά δεν είχε τρέξιμο.
Μοναδική εξαίρεση, όλα αυτά τα χρόνια, η υπόθεση Κοσκωτά.
Το χωριό σπάνια το
επισκεπτόταν ως φοιτητής. Χριστούγεννα και Πάσχα. Και αυτό για χάρη της μάνας
του. Μέχρι που η κακομοίρα πέθανε. Μετά δεν ξαναπήγε. Δεν τον ξανάδαν. Ούτε και
ο ξάδερφός του, ο Κώστας, που τα λέγανε καμιά φορά στα πεταχτά στο Φλοράλ, στην
πλατεία Εξαρχείων. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης.
Με τους συναδέλφους στην
εφημερίδα το να πεις ότι είχε τυπικές σχέσεις ακούγεται, και ήταν όντως,
υπερβολικό. Για την ακρίβεια ήταν κάτι μεταξύ ψυχρότητας και τυπικότητας.
Με το γυναικείο φύλο δεν είχε
καμιά επαφή. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια φορά που προσπάθησε να τον
προσεγγίσει μια συνάδελφος, πιο πολύ από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον, και
τον ρώτησε αν ήθελε να πάνε σε δούνε ταινία σε κάνα θερινό, αυτός απάντησε
μονολεκτικά και αποστομωτικά: «Όχι».
Δεν γελούσε ποτέ. Κανείς ποτέ
δεν τον είδε έστω να χαμογελά. Ούτε καν με τα ανέκδοτα και τα αστεία που
ακούγονταν κατά καιρούς σε στιγμές χαλάρωσης στην εφημερίδα.
Το μόνο που του άρεσε να κάνει
ήταν, όταν σχόλαγε αργά το βράδυ, να πηγαίνει σ’ ένα μικρό μπαράκι στην πλατεία
Καρύτση και να πίνει ουίσκι. Έπινε το ποτό του καθισμένος αμέριμνος σε μια
γωνία της μπάρας και χαλάρωνε από την ένταση της ημέρας ακούγοντας τη μουσική,
με μοναδική παρέα τα μπουκάλια απέναντί του. Του άρεσε μόνο να πίνει, να ακούει
ανέκφραστος και να αναπολεί το παρελθόν του στο χωριό.
Αφού ζαλιζόταν με κάνα δυο
ποτηράκια, πλήρωνε, καληνύχτιζε τον μπάρμαν και πήγαινε σπίτι με τα πόδια.
Έμενε σε μια γκαρσονιέρα στο κέντρο, στα Εξάρχεια, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να
είναι πάντα κοντά στη δουλειά του. Αν ποτέ άλλαζε έδρα το Βήμα, ή αν αυτός
άλλαζε εφημερίδα, θα μετακόμιζε κοντά στα γραφεία. Όσο ακριβό κι αν ήταν το ενοίκιο.
Στο μπαρ ποτέ δεν έδινε
σημασία στις συζητήσεις των θαμώνων γύρω του. Λες και είχε φτιάξει ένα
προσωπικό είδος παρωπίδας για τα αυτιά, που να εστιάζει μόνο σε αυτό που ήθελε
να ακούει, τη μουσική.
Μια βραδιά όμως άκουσε κάποιο
φιλότεχνο σε μια παρέα να αφηγείται ένα διήγημα του Βουτυρά. Έλεγε για τον ήρωα
του διηγήματος –Φάρμας λεγόταν– που είχε γράψει στο τοίχο του μαγαζιού όπου
δούλευε μια φανταστική λέξη: «παραρλάμα». Η λέξη είχε φέρει πανικό στον
μαγαζάτορα και σε όλους τους υπαλλήλους. Κανείς δεν ήξερε ποιος το έκανε και
για ποιον λόγο, και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι σήμαινε. Πρώτη φορά
άκουγε με τόση προσοχή συζήτηση από διπλανή παρέα. Του είχε κεντρίσει το
ενδιαφέρον το αφήγημα αυτό.
Τελείωσε το ποτό του και έφυγε
για το σπίτι σκεφτικός.
Την άλλη βραδιά, μόλις σχόλασε
απ’ το γραφείο, δεν πέρασε απ’ το μπαράκι. Πήγε κατευθείαν σπίτι του. Άνοιξε
ένα μπουκάλι μπίρα. Στο νεροχύτη τα άπλυτα πιάτα σχημάτιζαν στοίβες, στο
τραπέζι σάπιζαν ένα ξερό κομμάτι πίτσα και τρία καλαμάκια χοιρινό.
Ο Δημοσθένης έμεινε στην
κουζίνα σκεφτικός.
Με το που τέλειωσε την μπίρα
του, άρπαξε το χαρτοφύλακά του και έφυγε βιαστικός για την εφημερίδα.
Σαν έφτασε στην εφημερίδα, δεν
κατευθύνθηκε προς την κύρια είσοδο. Εκεί ήταν ο φύλακας, και δεν έπρεπε με
κανέναν τρόπο να τον δει. Μπήκε στη γειτονική στοά, στην άλλη πλευρά του
οικοδομικού τετραγώνου, και κατευθύνθηκε προς το βάθος της, στον κοινόχρηστο χώρο.
Πάτησε πάνω σ’ ένα κασόνι και σκαρφάλωσε στον τοίχο που γειτόνευε με το πίσω
μέρος της εφημερίδας. Πήδησε μέσα, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο, και ανέβηκε
από τις εξωτερικές σκάλες έκτατης ανάγκης στον τέταρτο όροφο. Ήταν περασμένες
τρεις, και στον όροφο δούλευαν ακόμη μερικοί υπάλληλοι. Προσέχοντας να μην τον
δουν, γλίστρησε στο γραφείο του διευθυντή. Κλείδωσε την πόρτα και κοίταξε ψηλά
την οροφή, σαν να έψαχνε κάτι. Μετακίνησε ένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου
και τοποθέτησε μια καρέκλα πάνω του, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Έπειτα άνοιξε
τον χαρτοφύλακα, έβγαλε ένα μαύρο σπρέι, το ανακίνησε και έγραψε:
«Ανακουάτρος».
Ήταν μια φανταστική λέξη, την
είχε βγάλει απ’ το μυαλό του λίγη ώρα πριν. Κατέβηκε και έβαλε το τραπεζάκι και
την καρέκλα στη θέση τους. Έφυγε όπως είχε έρθει, προσέχοντας μην τον δει
κανένας.
Το επόμενο πρωί έφτασε στην
εφημερίδα καθυστερημένος κατά μία ώρα. Είχε αργήσει να ξυπνήσει, γιατί ο ύπνος
τον είχε πάρει ξημερώματα. Βρισκόταν σε υπερένταση, αλλά προσπάθησε να την
κρύψει όταν έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας.
Ο διευθυντής μόλις που είχε
δει το γκράφιτι. Η φωνή του ακουγόταν σε όλο τον όροφο.
«Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το
’γραψε αυτό;»
Ήταν έξω φρενών.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους
και έτρεξαν να δουν.
«Ανακουάτρος!»
Η λέξη που έβγαλε απ’ το μυαλό
του βρισκόταν στα χείλη όλων.
«Ποιος διάολος το έγραψε;»,
τσίριζε ο διευθυντής.
Ο Δημοσθένης κατευθύνθηκε κι
αυτός προς το γραφείο του διευθυντή, μπήκε και κοίταξε πάνω. Κανείς δεν τον
υποπτευόταν.
Ο διευθυντής αυτόν έβαλε να
σβήσει τη λέξη. Και την έσβησε, ξύνοντάς τη με μια σπάτουλα, και ψιθυρίζοντάς
την αργά αργά.
Μετά επέστρεψε στο γραφείο του
και συνέχισε τη δουλειά του. Αργότερα πετάχτηκε στην Ευελπίδων, στα δικαστήρια,
για μια υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος με κατηγορούμενο έναν τέως υπουργό.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο.
Αλλά τη λέξη αυτή τη φορά την έγραψε με κόκκινο σπρέι: «Ανακουάτρος».
Το πρωί ξανά χαμός. Ο
διευθυντής ούρλιαζε και πάλι έξω φρενών. «Ποιος είναι; Τι θέλει; Πρέπει να
βρεθεί!».
Η ιδέα πως κάποιος ήθελε να
παίξει μαζί του και να τον γελοιοποιήσει σε όλη την εφημερίδα τον εκνεύριζε
ακόμη πιο πολύ και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Οι δημοσιογράφοι, ανήσυχοι,
συζητούσαν σε πηγαδάκια και αναρωτιόντουσαν ποιος να ήταν ο υπεύθυνος. Κάποιος
που να ήθελε να μειώσει τον διευθυντή, κάποιος αντίζηλος που ήθελε τη θέση του,
ο υποδιευθυντής; Ή μήπως ήταν προβοκάτσια και αφορμή για νέες απολύσεις και
περικοπές; Σε κανενός όμως το μυαλό δεν πέρασε στιγμή η σκέψη ότι ίσως ήταν
κάποιος συνάδελφος, πόσο μάλλον ο Δημοσθένης.
Τη νύχτα ο διευθυντής, αφού
κλείδωσε την πόρτα του γραφείου του και πήρε μαζί του τα κλειδιά, έβαλε και
έναν εφεδρικό φύλακα, πέρα απ’ αυτόν της κύριας εισόδου, να το παρακολουθεί. Το
πρωί η λέξη είχε εξαφανιστεί. Λίγο πιο ύστερα όμως, την ώρα που ο διευθυντής
μπήκε στο γραφείο, η λέξη ήταν και πάλι γραμμένη στον τοίχο, τώρα όμως με
γαλάζια γράμματα.
Ο Δημοσθένης είχε βρει
ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι! Ο διευθυντής
ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχισυντάκτης, οι συντάκτες, όλοι στέκονταν
μαρμαρωμένοι εμπρός στο γαλάζιο γκράφιτι.
«Ανακουάτρος!»
«Ποιος μου κάνει αυτή τη
φάρσα;», ο διευθυντής, έξαλλος, κοιτούσε αγριεμένα τους υπόλοιπους τριγύρω του.
Όλοι ορκίζονταν ότι δεν γνώριζαν τίποτα, ότι δεν είδαν κάποιον να μπαίνει στο
γραφείο. Επικρατούσε πανικός και φασαρία. Μάλιστα μια εγκυμονούσα λιποθύμησε.
Ο Δημοσθένης, τραβηγμένος λίγο
πιο πέρα, φάνηκε να τους κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε στην κουζίνα, κι εκεί,
ετοιμάζοντας καφέ φίλτρου, γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο…
(Βασίζεται στο Παραρλάμα του
Δημοσθένη Βουτηρά, Άπαντα, τόμος Α΄, εκδ. Δελφίνι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου