μπαίνει στή βάρκα μονομιάς,
στόν δρόμο είναι ήδη.
Ανοίγει τά παννιά της,
στά πέλαγα αρμενίζει,
η αλμύρα τής θάλασσας,
ποτέ δέν τήν φοβίζει.
γιά ν´αγκυροβολήσει,
σέ θάλασσες πλέει,σ´ανοικτά,
μα τά σχοινιά,δέν λέει να τά λύσει.
Τί να γυρεύει άραγε;ποιά θάλασσα μισεύει;
καί τής βάρκας τά παννιά,ό άνεμος μπερδεύει;
Μήπως μιά θάλασσα ονειρεύεται,εις τού Βορκά τά μέρη;;;
η ψυχή σέ λαχταρά,θάλασσα λατρεμένη!
Κοντά σου θέλει γιά να ρθεί,κοντά σου νά αράξει,
καί με τή πρώτη τή ματιά,μέσ´τά γαλάζια τά νερά,
τό πρόσωπο της νά κοιτάξει!
Τό είδωλο της σαν θα δεί ,θα βαριαναστενάξει!
κι αυτή θα απαντάει,
τά κύματα στούς βράχους της,
θα γλύφει,θα φιλάει!
μα πάλαι αντιστέκεσαι,κρατάς τήν ομορφιά σου!
Δαντελωτές ακρογιαλιές,τό κύμα ν´αργοσβήνει,
τήν αμμουδιά,μ´άσπρη κλωστή,να τήν κεντά,
δαντελωτό ποδόγυρο ν´αφήνει.
καί θα τήν ζωγραφίσει,
τά χρώματα τού δειλινού,
πού πάει γιά να δύσει.
Ολόλαμπρο διάδρομο,
ό ήλιος σχηματίζει,
μέσ´τά γαλάζια τά νερά,
χρυσός καί λαμπυρίζει!
καί μιά ευχή από καρδιάς,πώς θα τήν λευτερώσει!
Ταξίδι ατελείωτο,μέ βάρκα τήν ελπίδα,
η ψυχή πονά,θα ξαναδεί άραγε ελεύθερη πατρίδα;
καί τή γαλάζια θάλασσα να λαμπυρίζει όμορφα,
κάτω από τό φωτοστέφανο,τού ήλιου τήν ηλιαχτίδα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου