Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλλοίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.
και ποτέ δε φτάνει
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…
με τήν Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου