του Φώτη Βαρέλη
Ο μυστικος αριθμος επτα εδινε το μετρο.
Μα ο Παρθενωνας γεννηθηκε μεσ’ απο θαυματα.
Ηταν η Παρθενος Αθηνα, η Θεα η προστατιδα της πολης
Που βγηκε κατευθειαν απ’ το κρανιο
Του πατερα των Θεων και των ανθρωπων
Συμβολο της Σοφιας, της Νικης και της Ειρηνης.
Ηταν η οργη των Ελληνων,
Που οι Περσες κάψανε τα ιερα της Ακροπολης.
Ηταν ο Μαραθωνας, οι Θερμοπυλες, η Σαλαμινα.
Ηταν η Δημοκρατια της Αθηνας, η Πανελληνια συμμαχια της,
Η μεγαλη ακμη της Τεχνης και το ταμειο της Δηλου.
Ο Φειδιας υστερα και ο Περικλης και η Ασπασια.
Ο,τι εχει παραλειφθει θα μιλησει παρακατω μονο του.
Τριτη Εκατομβαιωνος μεσουντος.
Ο <<Μεγας Νεώς>> εγκαινιαζεται.
Απο την μιάν ακρη ως την αλλη ο ιερος βραχος
Φανταζει καθαρος απο τα σπασματα και τις σκονες
Δουλιάς τοσων χρονων.
Λαμπουν τα μαρμαρα, φεγγει ο ναος της Παρθενου
Καθως μπαινει το απλετο φως απ’τις πανυψηλες θυρες
Κι αχτινοβολάει το χρυσελεφαντινο που αγγιζει τη στεγη
Και κραταει μια νικη Θεα, στην παλαμη του, ορθη.
Ως του Φαλήρου τη θαλασσ’ αστραφτει της Προμάχου το ακόντιο.
Ο κοσμος στα καλα του ντυμενος ενα γυρο
Στη σειρα οι επισημοι αντρες. Ιερεις πρυτανεις αρχοντες
Στρατηγοι, θεσμοθετες, ταμιες. Αντιπροσωποι πολεων.
Υπερηφανοι οι μεγαλοι δημιουργοι.
Ο Φειδιας με τους συνεργατες του και τους μαθητες του,
Και μεσα στην κορη των ματιων ολου του κοσμου
Ο Περικλης με την Ασπασια.
-- Δεν ξερω αν εκεινη την εποχη συνηθιζανε
Να βγαζουν το σκουφι τους οι αθρωποι μπροστα στους ναους.
Εσυ ομως τόβγαλες το σκιαδι σου πριν την πρωτη βαθμιδα
Και το στριμωξες κατω απ’ τη μασχαλη καθως κοιταζες.
Φορουσες τον χιτωνα σου τον καθαρο, τα καλα σου πεδιλα.
Ταινια στο λουσμενο κατασπρο σου κεφαλι
Με το γενακι του το σμιλεμενο,
Σαν των αγαλματων που δουλευες.
Ειχες βγει μπροστα απ’ τον αλλο τον λαο, σαν λαθραιος
Που ωστοσο το γλυκο σου χαμογελο
Δεν ειχε να δειξει τιποτα
Απο τετοιου ειδους προπέτια.
Δεν ηταν πούθελες να δεις τον Περικλη και τον Φειδια,
Γιατι τους ειχες δει πολλες φορές
Τις ημερες που περνουσαν εποπτευοντες κι εσυ πελεκουσες
Σαν νάπαιζες λυρα, μην τυχει κι επεφτε
Του βαρου το χτυπημα. Και το λαθος στο μαρμαρο
Σημαινει ανεπαρθωτο κακο.
Ουτε γιατι το λαχταρουσες ιδιαίτερα
ν’ ακουσεις αρχιτεκτονες και ρητορες
που θα εξηγουσαν για τις αναλογιες και τις αυταπατες.
Τον αντιπαραλληλισμο των κιονων, τα γεισα και τις εντασεις,
Την βαθμιαια κυρτοτητα των επιστυλίων
Την βαθύτητα των ραβδωσεων και της στερεοτητας την αισθηση.
Εσύ ησουν λιθοξόος. Τεχνιτης σαν κανενας αλλος.
Εκαμνες μετάξι τα μαρμαρα. Κι οπως σταθηκες γέρνοντας
-Σούμεινε αυτο το γερσιμο – κι ανασηκωσες
Τα ματια προς την οροφη ενα γυρο,
Εμοιαζες να τα φερνεις πισω μες στα χερια σου ενα – ενα
Και να θυμασαι. Νατην η εντομή κατω απ’τον ιμαντα!
-Ηταν η δευτερη μερα πουμεινε το σπιτι σου χωρις αλλη φωνη
Ξον απ’τη δικη σου. Ηρτες ωστοσο. Κι ηταν
Που, απανω στην καμπυλη τσακισε η σιλη σου
Κι εχασες εκεινο το απογεμα ολοκληρο να τα φερεις ισια.
Το ξερεις πως δεν τάφερες. Ομως δεν το βλεπει κανενας.
Δεν το βλεπει δεν το ξερει πως δόλωναν τα ματια σου......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου