Δεν πα’ να ΄σαι θεριό, δε σε φελά
Ούτε η μαστοριά σου στους καβγάδες
Ούτε που σαι λεβέντης με αντρίκεια καρδιά
Δε φελά τον καημό που σιγανά σε πλημμυρίζει
Σε παίρνει και σε πάει μακριά.
Εφτά πέφτουν αμπάρες
Σ’ εφτά πόρτες
Βουρκώνει ο κήπος μονομιάς
Σύρριζα στον τοίχο απέναντι
Τρεις κλώνοι νυχτολούλουδα
Τρεις ρίζες άγριου πανσέ…
Το σύννεφο στον ουρανό, το καισί στον κλώνο
Όλο και πιο βαριά η φυλακή
Η πλήξη, το σκοτάδι…
Του «Κούρδου τη Νύφη» τραγουδάνε στην αυλή
Και εγώ στο ράντσο βουλιαγμένος βγαίνω βόλτα
Και στο μυαλό μου όλο πράγματα απίθανα
Γελία πράγματα, παιδιάστικα, αφελή…
Σ’ ένα καβγά ολόγυμνος.
Τις θέλω αντρίκειες,
Κι έχθρα και φιλία δεν είναι όμως καμιά τους,
Οι ξιφολόγχες μπαίνουνε στις κάνες
Νυχτερινή αρχίζει των φρουρώ περιπολία…
Μισό στην πρώτη ρουφηξιά το τσιγάρο,
Ρουφάω μέσα μου ολόκληρο ντουμάνι
Ντουμάνι, ικανό να με σκοτώσει.
Το ξέρω, θα μου πεις « Κι εσύ;»
Όμως στη φυλακή πέφτει νωρίς το βράδυ
Κι έξω παλικαρίσια άνοιξη
Και σ’ αγαπώ
Τρελά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου