ἀπ᾽ τὰ σύννεφα προεξέχουν αἰχμὲς μαχαιριῶν
ἕνας σχιζοφρενὴς θεὸς σφαγιάζει τὸν κόσμο.
ἐκριζώνονται αἴφνης κι ἀνέρχονται κατακόρυφα
Γύρω μου ὑπνοβατοῦν στιλπνὰ σώματα
τ᾽ ἀσημένια μάτια τους ἀντανακλοῦν· δὲν βλέπουν
ὁ ἀλγόριθμος τοῦ μυαλοῦ τους ἐκτελεῖ,
ἐκ γενετῆς τὸν ἴδιο ἀτέρμονα βρόχο"
«Λάρρυ..,» –ξυπνῶ· »ἐσὺ προκαλεῖς τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ,»
–μοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αυτὶ τὸ κορίτσι μου.
ἕναν ἱστὸ ἀράχνης μὲ πρωινὲς δροσοσταλίδες
ἀπὸ τοὺς πόρους ἐκφυσᾶ,
γαλαζωπὲς τριχοειδεῖς φλογίτσες καύλας
Τὴν ἀγκαλιάζω κι ἀποτεφρώνομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου