Βιαστικές, επίμονες σταγόνες τ’ ουρανού
χτυπώντας επίμονα τα θολά τζάμια του παραθύρου
με ταξιδεύουν στον κόσμο των θυμίσεων.
Όταν ξεπεταρούδια, με κοντά παντελόνια
τρέχαμε ανέμελα στο άγριο ράπισμα της βροχής,
καβάλα στης νιότης το αχαλίνωτο άλογο,
σε λουλουδιασμένες πλαγιές και αλάνες,
αδιάφοροι για το δισάκι της ανέχειας
που βάρυνε τους ώμους μας.
Παιδιά του ανέμου
ταξιδεύαμε με το ακυβέρνητο πλοίο των ονείρων
σε κόσμους παραμυθένιους, αγνούς,
με ροδοπέταλα στρωμένους,
κομμένους στα μέτρα των νεανικών μας συλλογισμών,
αδιάφοροι για την ασταμάτητη βροχή
που μούσκευε το λευκό μας πουκάμισο
και τον επίμονο, τρελό βοριά
που το ανέμιζε σαν σημαία
παίζοντας μαζί του στο βιαστικό πέρασμά του.
Θυμίσεις συνειρμικές στο βροχερό πρωινό
μιας αμούστακης, λουλουδιασμένης εποχής
με τη ρόδινη αυγή να μας υποδέχεται
στο ξένοιαστο, ολοήμερο παιχνίδι
με συνομήλικα αγόρια και κορίτσια,
χωρίς να μας τριβελίζουν τα λασπόνερα της ζωής.
Νυχτερινοί, γλυκολάλητοι περίπατοι
κάτω απ’ το φως του παγερού ήλιου της νύχτας
με το φτερωτό έρωτα έτοιμο να ρίξει τα βέλη του
και να ξεγυμνώσει τις επιθυμίες μας.
Νιότη, γλυκιά σαν το νέκταρ των λουλουδιών,
με διάχυτα της αυγής τα χρώματα,
αγνή, ξάστερη, με το χαμόγελο στο στόμα,
με κελαηδήματα πουλιών σε κάθε βήμα σου
ανεβαίνεις τη σκάλα του χρόνου
χωρίς να νοιάζεσαι για το κάθε σκαλοπάτι,
που πατώντας το ο χρόνος το γκρεμίζει
και μας αφήνει με τη γλυκιά σου νοσταλγία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου