Σα να ’ταν χθες
δέντρα χυμώδη, λυγερά
πόθο γιομάτα
άνθιζαν κλαδιά
άπλωναν ρίζες
να ξεδιψάσουν στις αγκαλιές των ρυακιών
και στων χειμάρρων την ορμή
ηδονικά να ξαποστάσουν
άγουρα χρόνια
χνούδια απαλά
ανήσυχα
φλόγα γιομάτα
το μέλι τρυγούσαν των λουλουδιών
τ’ αλάτι γεύονταν στα τρίσβαθα ωκεανών
τους θησαυρούς γενναιόδωρα χαρίζουν
τόσο σύντομα
αύριο κιόλας
καράβια ξέμπαρκα
γυμνά, ανάλαφρα, βαριά
γλυκόπικρο μειδίαμα απορούν
γέρνοντας προς την άλλη χώρα
Μέρες και μέρες οδεύσαμε σκυφτοί
διαβάτες της σιωπής
τραγουδιστές της καταχνιάς
χέρια γερμένα ηλιοτρόπια
στήθη δάκρυα πετρωμένα
Όταν τα βλέμματα σηκώσαμε
είδαμε ανάστροφα τον κόσμο
Όταν τα χέρια απλώσαμε
αγγίξαμε την ερημιά μας
γείραμε απόμερα
κι αψιμαχούσαμε με τη σιωπή
Τότε κοιτάξαμε το πέλαγος
όπου απλώσαμε το δάκρυ μας
Το μπλε ήταν βαθύ
μας χώρεσε
κι ανθίσαμε θαλάσσιες ανεμώνες
Τα πέταλα ανοίξαμε πανιά
και με το μίσχο στήσαμε κατάρτι
σαλπάραμε στ’ ανοιχτά
Κι όταν η θάλασσα έσκαγε χαμόγελα
γεμίζαμε τον κόρφο μόρτες ανέμους
Κι όταν το κύμα άγγιζε τ’ ακροδάχτυλα
γεννιόνταν άσπρα περιστέρια
Κι όταν ο καημός περίσσευε στο πέλαγος
εμείς προτείναμε το στήθος
Μείναμε έτσι στ’ ανοιχτά
μέχρι το τέλειωμα του χρόνου
Η θάλασσα, ο ορίζοντας, το ουράνιο τόξο και η πρώτη σταγόνα
Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε
Η απορία που διαγράφεται στα χείλη
Το φτερούγισμα το ερωτικό, η γέννηση και ο θάνατος
Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι
Όλα σφιχτοδεμένο στεφάνι στην τροχιά του σύμπαντος
Το βουβό κλάμα, το χαμόγελο και η έκσταση
Η χαρά, η οδύνη, ο κόπος και η ανάπαψη
Οι αισθήσεις και η αντίληψη, ο λόγος και η συνείδηση
Το βίωμα και η ύπαρξη Η αναζήτηση που τέλος δεν έχει
Ο δρόμος ο πλατύς π’ ανοίγει άλλους δρόμους
Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε Η γέννηση και ο θάνατος
Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι
Το όλο και το μέρος του τ’ αδιαίρετο
Ο άνθρωπος, η γη και το σύμπαν
τα φυλλαράκια του στιλπνά
το χνούδι απαλό
Ένα κλαράκι βιάζεται ν’ ανθίσει
το μπουμπουκάκι έτοιμο να σκάσει
σειρά να δώσει στον καρπό
Ότι θα μαραθεί καθόλου δεν τον μέλει
Ένα κλαράκι στον κόρφο μου ήταν χθες
Σήμερα θέριεψε, βιάζεται ν’ ανθίσει
το άρωμά του στα πέρατα να σκορπιστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου