ότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.
με μεταφέρεις σ’ άλλους κόσμους, κόσμους θεϊκούς,
κόσμους που μονάχα εσύ έζησες.
αφήνεις την ψυχή μου να γεμίσει με άρωμα Θεού.
Κλείνεις τα μάτια και είσαι το ίδιο γοητευτική,
εξακολουθείς να είσαι θεά.
συναντώ τους άδοξους έρωτές σου,
αυτούς που η ζωή δε θέλησε να σου χαρίσει.
Φέρνεις τα χέρια στο πρόσωπο
και νιώθει η γη να την αγκαλιάζεις,
δοξάζει η φύση το δημιούργημά της.
Η τόσο ευαίσθητη, τόσο περήφανη
μα και τόσο εύθραυστη,
δική μου θεά.
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου