Α΄Κραδασμοί
Εξυγίανση
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
κι η σιγή ακάλυπτη
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων
Φανοστάτες
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία
Διαδρομή
στο λίκνο του φωτός
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει
Η χαραμάδα της αυγής
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου
στη χαραμάδα της αυγής
ο ήχος της πονούσε βαθιά
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα
στα χείλη
Θεέ μη σώσει και στερέψει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου